Ισραήλ

Ισραήλ
I
Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ
Έκταση: 20.770 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 6.029.529 (2002)
Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997)
*Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως να αναγνωριστεί από τον ΟΗΕ.Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με τη Συρία και τον Λίβανο, στα Α με την Ιορδανία και τη Δυτική Όχθη (Παλαιστινιακή Αρχή), στα Δ με τη Λωρίδα της Γάζας (Παλαιστινιακή Αρχή), στα ΝΔ με την Αίγυπτο, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Το έδαφος του Ι. εκτείνεται στην περιοχή της Παλαιστίνης, που αντιστοιχεί στη στενή λωρίδα των εδαφών ανάμεσα στη Μεσόγειο και στη συροαφρικανική τάφρο. Το τελευταίο αυτό εμφανές μορφολογικό στοιχείο, που απομονώνει φυσικά την περιοχή, αποτελεί σήμερα την ανατολική μεθόριό του, αν και αυτή, σύμφωνα με την εκεχειρία του 1949, έπρεπε να αποκλείει τα βουνά της Σαμάρειας και της Ιουδαίας, εκτός από μια μικρή κεντρική λωρίδα (τον λεγόμενο διάδρομο της Ιερουσαλήμ), που επέτρεπε στο Ι. να ενσωματώσει τις νέες δυτικές συνοικίες της ομώνυμης πόλης. Τα σύνορα του κράτους όπως ήταν τον Ιούνιο του 1967, τις παραμονές της τρίτης σύρραξης με τους Άραβες, ήταν αποτέλεσμα αφενός μιας απόφασης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (29 Νοεμβρίου 1947) για τον διαμελισμό της Παλαιστίνης και αφετέρου των εδαφικών διευρύνσεων που επιτεύχθηκαν από τους Ισραηλινούς κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1948-49 (ο οποίος τερματίστηκε με ανακωχή).
Παρά την έκβαση του πολέμου του Ιουνίου του 1967, οι Άραβες εξακολουθούσαν να ανατρέχουν στην απόφαση του ΟΗΕ (την οποία ωστόσο δεν είχαν δεχτεί τότε) ως βάση για την οροθέτηση των ισραηλινών συνόρων, ενώ η ισραηλινή κυβέρνηση δήλωνε ότι ήταν άκυροι οι όροι των συμφωνιών της εκεχειρίας και πραγματοποιούσε de facto και άλλες διευρύνσεις, σκοπεύοντας σε πιο ασφαλή σύνορα. Τέσσερα χρόνια μετά τη συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ (1978), το Ι. επέστρεψε στην Αίγυπτο τη χερσόνησο του Σινά, την οποία είχε καταλάβει το 1956.Το Ι. είναι ενιαίο κράτος και διαιρείται διοικητικά σε έξι διαμερίσματα (σε παρένθεση η ισραηλινή ονομασία, η πρωτεύουσα και ο πληθυσμός των διαμερισμάτων το 1997): Ιερουσαλήμ (Υerushalayim, Ιερουσαλήμ, 701.734), Τελ Αβίβ (Τel Αviv, Τελ Αβίβ, 1.139.980), Χαζαφόν (Ηazafon, Ναζαρέτ, 1.001.849), Χάιφα (Ηefa ή Κhefa, Χάιφα, 774.914), Χαμερκάζ (Ηamerkaz, Ραμάλα, 1.307.830), Χανταρόν (Ηadaron, Μπέερ Σεβά, 813.445). Η διαίρεση αντιστοιχεί στη γεωγραφική δομή του εδάφους, στα χαρακτηριστικά και στην πυκνότητα του πληθυσμού, στις απαιτήσεις της στρατιωτικής ασφάλειας και στα προβλήματα της οικονομικής ανάπτυξης. Κάθε διαμέρισμα έχει αξιοσημείωτη αυτονομία όσον αφορά τον οικονομικό προγραμματισμό, γεγονός που οδηγεί μερικές φορές σε συγκρούσεις και συζητήσεις, γιατί οι κεντρικοί οργανισμοί, με εξαίρεση τον κρατικό, δεν έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν πλήρως ούτε τα προγράμματα των ιδιωτών ούτε εκείνα των δήμων ή των επαρχιών. Εκτός από τα συμβούλια των περιοχών, κάθε δήμος έχει το δικό του συμβούλιο, με επιτροπή και δήμαρχο που εκλέγονται με καθολική και μυστική ψηφοφορία κάθε τέσσερα χρόνια.
Η Δυτική Όχθη (Ιουδαία και Σαμάρεια, με έκταση 5.879 τ. χλμ. και πληθυσμό 1.873.476 κατ. το 1997) και η Λωρίδα της Γάζας (με έκταση 378 τ. χλμ. και πληθυσμό 1.022.207 κατ. το 1997) αποτελούν εδάφη της Αυτόνομης Παλαιστινιακής Περιοχής με βάση τις συμφωνίες του 1993, που προβλέπουν σταδιακή αυτονομία υπό την ισραηλινή κυριαρχία (βλ. λ. Παλαιστίνη).Επίσημη γλώσσα είναι η εβραϊκή, ενώ για την αραβική μειονότητα ως επίσημη γλώσσα χρησιμοποιούνται τα αραβικά. Ο πληθυσμός αποτελείται από Εβραίους κατά 80,1% (32,1% γεννημένους στην Ευρώπη και στην Αμερική, 20,8% στο Ι., 14,6% στην Αφρική και 12,6% στην Ασία) και μη Εβραίους (κυρίως Άραβες), σε ποσοστό 19,9% σύμφωνα με εκτιμήσεις του 1996.Για λόγους αρχής, που ανάγονται στην εβραϊκή παράδοση, δεν υπάρχει γραπτό σύνταγμα, αν και κατά μία έννοια ρόλο διακήρυξης των δικαιωμάτων παίζει η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας που διάβασε ο Δαβίδ Μπεν Γκουριόν, ο τότε πρωθυπουργός, στις 14 Μαΐου 1948. Ωστόσο, θεσπίστηκαν ορισμένοι νόμοι που ρύθμιζαν σταδιακά τις διάφορες όψεις της ζωής της χώρας. Οι σπουδαιότεροι είναι ο νόμος της επιστροφής (1950), που παρείχε το δικαίωμα σε όλους τους Εβραίους του κόσμου να επιστρέψουν στο κράτος, ο νόμος για την ιθαγένεια (1952), ο νόμος για την εκπαίδευση (1953), ο βασικός νόμος για τη λειτουργία του κοινοβουλίου (1958), ο νόμος για την εδαφική ιδιοκτησία (1958) και ο νόμος για την εδαφική ιδιοκτησία του κράτους (1960). Από νομική πλευρά, το κράτος του Ι. εμφανίζεται ως μια δημοκρατία κοινοβουλευτικού τύπου, βασισμένη, σε σχέση με τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας, στην ελευθερία, στη δικαιοσύνη και στην ειρήνη, σύμφωνα με το όραμα των προφητών της Βίβλου, και εγγυάται ισότητα κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων για όλους τους κατοίκους, χωρίς διάκριση πίστης και φύλου, καθώς και ελευθερία συνείδησης, θρησκείας, γλώσσας και εκπαίδευσης.
Τη νομοθετική εξουσία ασκεί η εθνοσυνέλευση (Κνεσέτ), αποτελούμενη από 120 μέλη, τα οποία εκλέγονται κάθε τέσσερα χρόνια με άμεση καθολική ψηφοφορία και με αναλογικό σύστημα. Την εκτελεστική εξουσία ασκεί η κυβέρνηση, επικεφαλής της οποίας είναι ο πρωθυπουργός, υπεύθυνος απέναντι στην εθνοσυνέλευση. Ο πρόεδρος της δημοκρατίας, με πενταετή εντολή, εκλέγεται από την εθνοσυνέλευση και έχει αντιπροσωπευτικές λειτουργίες. Βάσει των συμφωνιών που υπογράφηκαν το 1952 και το 1954, οι λειτουργίες του εβραϊκού πρακτορείου, που ιδρύθηκε για να συνεργαστεί με τη διοίκηση για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της εβραϊκής εθνικής πατρίδας, περιορίστηκαν στην υπεράσπιση των εβραϊκών συμφερόντων στο εξωτερικό, στην οργάνωση της μετανάστευσης στο Ι., στη συγκέντρωση κεφαλαίων και στις επιχειρήσεις που έχουν σχέση με την εγκατάσταση στη χώρα αυτή.Την προεδρία της χώρας ανέλαβε το 2000 ο Μόσε Κατζάφ, ενώ οι εκλογές του 2001 ανέδειξαν πρωθυπουργό της χώρας τον Αριέλ Σαρόν. Τα κυριότερα κόμματα που συμμετείχαν στην εκλογική διαδικασία ήταν το Λικούντ, το Εργατικό κόμμα και το κόμμα Σινούι.Τα νομικά κριτήρια στα οποία βασίζεται το κράτος του Ι. είναι ουσιαστικά εμπνευσμένα από τα βρετανικά και κληρονομήθηκαν μετά τη λήξη της βρετανικής εντολής στην Παλαιστίνη, μαζί με ορισμένους οθωμανικούς νόμους· ισχύουν ακόμα, για παράδειγμα, πολυάριθμα μέτρα ασφαλείας εναντίον των Αράβων, που έχουν άμεση σχέση με την αποικιακή εποχή. Υπάρχουν τρεις τύποι δικαστηρίων: τα αστικά δικαστήρια, που διαιρούνται σε δημοτικά, τακτικά, δικαστήρια των διαμερισμάτων και ανώτατο δικαστήριο· τα θρησκευτικά και φυλετικά δικαστήρια, που είναι επιφορτισμένα με τη διευθέτηση των θρησκευτικών και προσωπικών (γάμων, διαζυγίων κλπ.) ζητημάτων και λειτουργούν στο εσωτερικό των εβραϊκών, μουσουλμανικών, χριστιανικών και δρουσικών κοινοτήτων· τα στρατοδικεία, που είναι διαρθρωμένα σε πρωτοβάθμια, αναθεωρητικά και σε εκείνα που εξαρτώνται από τον υπουργό Άμυνας και έχουν αρμοδιότητα στην εκδίκαση αδικημάτων δολιοφθοράς και κατασκοπείας. Η ποινή του θανάτου καταργήθηκε το 1954, εκτός από τις περιπτώσεις υποστήριξης του ναζισμού ή της εσχάτης προδοσίας.Το 80,1% του πληθυσμού ακολουθεί την εβραϊκή θρησκεία, στην οποία προΐστανται δύο αρχιραβίνοι, ο ένας Σεφαρδίτης και ο άλλος Ασκεναζίτης. Η αραβική κοινότητα ανέρχεται στο 14% του πληθυσμού και αποτελείται κυρίως από σουνίτες μουσουλμάνους και χριστιανούς διαφόρων δογμάτων (καθολικούς, ορθόδοξους, μαρωνίτες, λατίνους κλπ.). Υπάρχουν επίσης Δρούσοι, οι οποίοι το 1957 αναγνωρίστηκαν ως αυτόνομη θρησκευτική κοινότητα. Οι θρησκευτικές υποθέσεις υπάγονται σε ειδικό υπουργείο, με τμήματα για τη χριστιανική και τη μουσουλμανική κοινότητα. Οι ισχυρές μεσσιανικές αντιλήψεις που επικράτησαν κατά τη δημιουργία του κράτους είχαν ως αποτέλεσμα ακόμα και σήμερα –μολονότι οι Εβραίοι που τις ακολουθούν αποτελούν μειονότητα και παρά το τυπικό καθεστώς της θρησκευτικής ελευθερίας– οι θρησκευτικές εντολές του Ι. να είναι επικρατέστερες από τη νομοθεσία της πολιτείας (π.χ. σε θέματα εβραϊκής ιθαγένειας, στο δίκαιο του γάμου, στην τήρηση της ανάπαυσης του Σαββάτου)· συνεπώς, ορισμένες φορές λαμβάνουν χώρα συγκρούσεις σε πολιτικό και νομικό επίπεδο, που προσδίδουν θεοκρατικό χαρακτήρα στο κράτος.Η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική και δωρεάν από την ηλικία των 5 έως 14 ετών (ένας χρόνος το νηπιαγωγείο και 6 χρόνια η στοιχειώδης εκπαίδευση). Από την ηλικία των 14 έως και 17 ετών οι νέοι που δεν έχουν συμπληρώσει τη στοιχειώδη εκπαίδευση πρέπει να παρακολουθούν τις σχολές για την εργατική νεολαία, οι οποίες γενικά είναι βραδινές. Η μέση εκπαίδευση διαιρείται σε δύο κύκλους, κατώτερο και ανώτερο. Οι κυριότεροι τύποι σχολών μέσης εκπαίδευσης είναι τρεις: οι σχολές γενικής παιδείας, οι επαγγελματικές σχολές και οι γεωπονικές σχολές. Οι νόμοι του 1949 και του 1953 έχουν ρυθμίσει τα προβλήματα της θρησκευτικής διδασκαλίας, επιτρέποντας την ύπαρξη ισότιμων θρησκευτικών σχολών καθώς και τη δημιουργία κρατικών θρησκευτικών σχολών. Στις αραβικές σχολές διδάσκεται η αραβική γλώσσα.
Η ανώτερη εκπαίδευση παρέχεται από πανεπιστήμια, σημαντικότερα από τα οποία είναι: το εβραϊκό πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ (που ιδρύθηκε το 1925), το πολυτεχνείο της Χάιφα (1963), το πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ (1953), το πανεπιστήμιο Μπαρ Ιλάν που ιδρύθηκε στη Ραμάτ Γκαν (1953) από την οργάνωση Μιζραχί της Αμερικής κ.ά. Το επιστημονικό ινστιτούτο Βάιτσμαν της Ρεχοβόθ (1944) ασχολείται αποκλειστικά με τις έρευνες και τις εφαρμοσμένες επιστήμες.Το Ι. διαθέτει πανίσχυρες ένοπλες δυνάμεις χάρη στον εξοπλισμό τους, την εκπαίδευση και την οργάνωση και παρά το ολιγάριθμο προσωπικό. Η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία (για Εβραίους και Δρούσους) διαρκεί 3 χρόνια για τους άντρες και 21 μήνες για τις γυναίκες, ενώ είναι εθελοντική για τους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους. Υπάρχει επίσης ένα είδος προστρατιωτικής υπηρεσίας για τους νέους, η Γκάντνα (αρχικά των λέξεων Γκντούντε Νό‘αζ = ομάδες νέων). Οι άντρες βρίσκονται σε κατάσταση εφεδρείας μέχρι την ηλικία των 42 ετών, υπηρετώντας 1-2 μήνες θητεία κάθε χρόνο. Οι ένοπλες δυνάμεις διαθέτουν 172.500 άντρες και γυναίκες, κυρίως κληρωτούς και κληρωτές, και επιπλέον 425.000 σε κατάσταση εφεδρείας. Ο στρατός ξηράς έχει προσωπικό 130.000 ατόμων, το πολεμικό ναυτικό 6.500 ατόμων και η πολεμική αεροπορία 37.000. Ο στρατός είναι εξοπλισμένος με 3.900 βαρέα άρματα και 5.900 θωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού, ενώ η πολεμική αεροπορία διαθέτει περίπου 600 μαχητικά αεροσκάφη τελευταίας τεχνολογίας, άλλα 300 αεροσκάφη υποστήριξης και 300 ελικόπτερα. Το πολεμικό ναυτικό έχει περιορισμένο ρόλο. Το Ι. έχει ιδιαίτερα ανεπτυγμένη πολεμική βιομηχανία (κατασκευάζει ή βελτιώνει ακόμη και άρματα ή μαχητικά αεροσκάφη). Ανεξάρτητες πηγές εκτιμούν ότι διαθέτει σημαντικό αριθμό τακτικών πυρηνικών όπλων (100-200 κεφαλές για χρήση στο πεδίο μάχης), αλλά το Ι. επισήμως αρνείται την ύπαρξη τέτοιου οπλικού προγράμματος.Σε γενικές γραμμές το ισραηλινό έδαφος διαμορφώθηκε κατά το τριτογενές, παράλληλα με τη συρολιβανική περιοχή, σε σχέση με τα εκτεταμένα φαινόμενα διαμόρφωσης του φλοιού που περιλαμβάνουν την αραβονουβιακή ασπίδα. Η παλαιστινιακή τεκτονική τάφρος έφτασε στην οριστική διευθέτησή της μεταξύ μειοκαίνου και πλειοκαίνου και ο σχηματισμός της καθόρισε, με τη σειρά παράλληλων ρηγμάτων μέσα στο ελαφρύ θολωτό σύνολο της ασπίδας, μια διαφοροποιημένη ανύψωση των δύο άκρων, εσωτερικού και εξωτερικού, με υποχωρήσεις των ζωνών, τα οποία περιλαμβάνονταν ανάμεσα στα ρήγματα. Σε αυτό βασίζονται τα στοιχεία της γενικής διαμόρφωσης της περιοχής, αν και μεμονωμένα βρίσκονται και άλλα μεταγενέστερα τεκτονικά στοιχεία.
Μετά την ολική ανάδυση από τη θάλασσα κατά το πλειόκαινο, το έδαφος διαβρώθηκε έντονα, και σε αυτό οφείλονται ο σχηματισμός της μεσογειακής παράκτιας πεδιάδας, οι προσχωματικοί βυθοί της παλαιστινιακής τάφρου (που για πολύ καιρό όμως καταλαμβανόταν από μια εσωτερική θάλασσα πολύ πιο εκτεταμένη από τη σημερινή) και οι γενικές γραμμές της μορφολογίας, που φέρει επίσης τα σημάδια μιας πολύ έντονης καρστικής δραστηριότητας και γενικά μιας διάβρωσης συνδεδεμένης με ένα πιο βροχερό κλίμα από εκείνο που σήμερα έχει απολιθώσει, κατά κάποιον τρόπο, το τοπίο.
Οι γεωλογικοί σχηματισμοί, πολύ ποικίλοι, οδηγούν είτε στην κρυσταλλοπαγή ασπίδα είτε στις διάφορες ιζηματογενείς φάσεις του δευτερογενούς και του τριτογενούς είτε, τέλος, στις τεταρτογενείς και πρόσφατες διαβρωτικές δραστηριότητες. Τα παράκτια βαθύπεδα και η κοιλάδα του Ιορδάνη, όπως όλες οι λεκάνες ανάμεσα στα βουνά, καλύπτονται από ισχυρά τριτογενή και τεταρτογενή ιζηματογενή στρώματα, ενώ ασβεστολιθικά του ανώτερου κρητιδικού και του ηώκαινου καλύπτουν τις ορεινές επιφάνειες.
Ανάμεσα στη λεκάνη της Χούλα και της Τιβεριάδας, επάνω σε στρώματα γύψου και ασβεστόλιθου, είναι εναποτεθειμένες ηφαιστειακές επεκτάσεις, μεταξύ των οποίων επικρατούν οι βασάλτες. Πυριγενή πετρώματα του προκαμβρίου (κατά μεγάλο μέρος γρανίτες) καλύπτουν τη νότια Νεγκέβ, ενώ στρώματα του τριασίου και του ιουρασίου απαντώνται στα ισχυρά διαβρωμένα αντίκλινα της κεντρικής Νεγκέβ.Το έδαφος του Ι. εκτείνεται στην Παλαιστίνη, μια καλά καθορισμένη ιστορική και γεωγραφική περιοχή ανάμεσα στη συροαφρικανική τάφρο (στο τμήμα που καταλαμβάνεται από τον ρου του Ιορδάνη και από τη Νεκρά θάλασσα, το οποίο ονομάζεται Ελ Γορ) και στη Μεσόγειο. Σε αυτή προστίθεται το τριγωνικό τμήμα της Νεγκέβ, με το οποίο η παλαιστινιακή περιοχή συνεχίζει και διευρύνεται στη χερσόνησο του Σινά. Αν εξαιρεθεί το κλίμα, που γίνεται πιο άγονο και ηπειρωτικό προς τα Ν, το τριγωνικό αυτό τμήμα εμφανίζεται γεωγραφικά ως συνέχεια της συρολιβανικής περιοχής, επαναλαμβάνοντας πολυάριθμα γεωλογικά και μορφολογικά στοιχεία της. Ωστόσο, τα ρήγματα και οι τεκτονικές κινήσεις προκάλεσαν στην Παλαιστίνη λιγότερο τονισμένες μετατοπίσεις και γενικά μια πιο απλή ορεογραφία. Η παλαιστινιακή τάφρος εμφανίζεται έκδηλα και κανονικά και τα ανάγλυφα που την πλαισιώνουν στα Δ και εκφυλίζονται προς τη μεσογειακή ακτή είναι από τεκτονικής πλευράς λιγότερο επηρεασμένα, με ομοιόμορφο περίγραμμα και υψόμετρο.
Το Ι. βρέχεται από τη θάλασσα με μια χαμηλή, επίπεδη, ενιαία και αλίμενη ακτή, που διακόπτεται μονάχα από το ακρωτήριο της Χάιφα, ακραίας δυτικής απόφυσης του όρους Καρμήλου, και από χαμηλές αμμώδεις θίνες προς το Σινά, τις οποίες συσσώρευσαν τα θαλάσσια ρεύματα που μεταφέρουν εκεί τις φερτές ύλες του Νείλου. Γι’ αυτό όλη η νότια ακτή έως τη Σεντότ Γιαμ (Καισάρεια) συνεχίζει να αυξάνεται εξαιτίας της συσσώρευσης, προπάντων στην περιοχή της Γάζας.
Εξαιρετικά άγονη κοντά στο Σινά, η ισραηλινή παράκτια λωρίδα μετατρέπεται σε στέπα προς τη Γάζα, όπου η βροχόπτωση κυμαίνεται μεταξύ 300 και 400 χιλιοστών τον χρόνο, και γίνεται ιδιαίτερα εύφορη (αρκεί να αρδεύεται) εκεί όπου καλύπτεται από λες. Οι αρδεύσεις, πάντοτε πιο εκτεταμένες, καθιστούν την πεδιάδα πυκνοκατοικημένη προς τα Β· από την Ασκάλωνα (Ασκελόν) και μετά ολόκληρη η περιοχή αποτελεί μια όαση. Το νερό προέρχεται από μια εξαιρετικά εκτεταμένη, λίγο βαθιά φλέβα και αντλείται από πολυάριθμα φρέατα με σύγχρονες εγκαταστάσεις που έχουν μετατρέψει τα εδάφη αυτά –τα οποία ήταν αρχικά άγονα και χρησιμοποιούνταν από τους βεδουίνους μόνο για βοσκή– σε μία από τις πιο παραγωγικές ζώνες της χώρας.
Σε σχέση με το κλίμα και τη σπανιότητα του νερού, η φυσική βλάστηση έχει προπάντων τα χαρακτηριστικά μιας θαμνώδους λόχμης με ξηρόφιλα φυτά, η οποία έχει αντικατασταθεί πλήρως από τις καλλιέργειες κατά μήκος της παράκτιας λωρίδας, αλλά διατηρείται ακόμα στη Νεγκέβ. Στα κεντρικά υψίπεδα, οι μέτριες βροχοπτώσεις ευνοούν την καλλιέργεια μερικών δέντρων, ανάμεσα στα οποία επικρατούν τα εσπεριδοειδή που εναλλάσσονται με την ελιά, τα αμπέλια και τις φραγκοσυκιές.
Στα Β των πεδιάδων Σεφέλα και Σαρών, που καλύπτονται από εύφορες προσχώσεις και αρδεύονται εύκολα, υπάρχει ένας στενός λαιμός σε αντιστοιχία με τον Κάρμηλο, που ορίζει στα Ν την πεδιάδα της Άκρας. Στη συνέχεια, η πεδινή λωρίδα καταλήγει στις Τύριες κλίμακες, ένα περίφημο πέρασμα ανοιγμένο στον βράχο ανάμεσα στην οροσειρά του Λιβάνου και στη θάλασσα.
Προς το εσωτερικό η πεδιάδα παραχωρεί σταδιακά τη θέση της, στο κέντρο και στα Β, στα ανάγλυφα που σχηματίζουν τις περιοχές της Ιουδαίας, της Σαμάρειας και της Γαλιλαίας· στα Ν μια ελάχιστα τονισμένη λωρίδα υψιπέδων, η Ιδουμαία, συνδέει τα βουνά της Ιουδαίας με τις ερημικές πεδιάδες και τα βουνά της Νεγκέβ. Μια κορυφογραμμή ύψους 700 έως και 900 μ., αλλά σε πολλά σημεία χαμηλότερη, χωρίζει τις δυτικές πλαγιές –απαλές και στρογγυλωπές, καλυμμένες από ασβεστόλιθους και από στρώματα κόκκινης γης– από τις ανατολικές πλαγιές, πολύ πιο απόκρημνες και χαραγμένες από βαθιές κοιλάδες. Οι βροχοπτώσεις είναι πολύ μεγαλύτερες προς τα Δ, ενώ στα Α εξαρτώνται από μάζες εξαιρετικά ξηρού αέρα που προέρχονται από τη Μοάβ. Η νοτιοανατολική Ιουδαία καταλαμβάνεται από μεγάλες ερημικές εκτάσεις.
Προς τα Ν, τα παλαιστινιακά υψίπεδα συνεχίζουν με τις ορεινές ράχες της Νεγκέβ, που διαιρούν τη χώρα σε τρεις υποπεριοχές: τα βουνά της Ελάτ στο νότιο άκρο, την κεντρική Νεγκέβ, η οποία διασχίζεται από τρεις παράλληλες ορεινές αλυσίδες και τέλος, τη βόρεια Νεγκέβ, που χαρακτηρίζεται από ανάγλυφα, το μέσο ύψος των οποίων κυμαίνεται μεταξύ 500 και 600 μ., και από λόφους, που εκφυλίζονται στα Δ προς την παράκτια λωρίδα και στα ΒΔ προς τη στεπική πεδιάδα της Μπέερ Σεβά. Όλη η κεντρική ζώνη της Παλαιστίνης καταλαμβάνεται από τα βουνά της Ιουδαίας και της Σαμάρειας (που αντιστοιχούν στην Εντεύθεν του Ιορδάνη Ιορδανία), τα οποία διαιρούνται κατά ένα μέρος από ένα βαθύπεδο, όπου βρίσκεται η πόλη της Ιερουσαλήμ.
Τα βουνά αυτά εμφανίζονται με πεδινές μορφές, αλλά έντονα κατακερματισμένες από την ατμοσφαιρική δράση, που διάβρωσε εύκολα τις ασβεστολιθικές επικαλύψεις. Γι’ αυτό η χώρα χαρακτηρίζεται αφενός από επίπεδους –μολονότι στο σύνολό τους ψηλούς– ορίζοντες και αφετέρου από χαράδρες και κοιλάδες. Πιο Β μια εύφορη πεδιάδα (η πεδιάδα Εσδρελών) εκτείνεται πέρα από το όρος Κάρμηλος και αποτελεί τον φυσικό σύνδεσμο ανάμεσα στην παράκτια παρυφή και στη λεκάνη του Ιορδάνη. Στα Β, τέλος, εκτείνονται τα υψίπεδα της Γαλιλαίας, τα οποία φτάνουν στο μεγαλύτερο ύψος τους (πάνω από 1.200 μ.) κοντά στη Σαφέδ. Στην περιοχή αυτή, που είναι καταπράσινη από τις άφθονες βροχοπτώσεις, είναι συγκεντρωμένα πολυάριθμα κατοικημένα κέντρα κατά μήκος της ασαφούς υδροκριτικής γραμμής που εκτείνεται σε μήκος περίπου 1.000 μ., διαιρώντας τις πλαγιές που κατεβαίνουν στη Μεσόγειο.
Στα Α, η Παλαιστίνη διακόπτεται απότομα κατά μήκος του συροαφρικανικού ρήγματος το οποίο, χωρίς να διασπάται η συνέχεια, εκτείνεται από το όρος Ερμών έως τον κόλπο της Άκαμπα, συνεχίζοντας προς τα Ν με την Ερυθρά θάλασσα. Το ρήγμα αυτό χωρίζει την Εντεύθεν Ιορδανία από την Υπεριορδανία και περιλαμβάνει τον ρου του Ιορδάνη, την κόγχη της Νεκράς θάλασσας και τον Ουάντι Αράμπα. Η μεγαλύτερη λεκάνη είναι αυτή της Νεκράς θάλασσας, η επιφάνεια της οποίας βρίσκεται 397 μ. κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ το μέγιστο βάθος της φτάνει περίπου τα 830 μ.
Η Νεκρά θάλασσα, με έκταση 1.020 τ. χλμ., εκτείνεται σε όλη την τεκτονική τάφρο· σε πολλά τμήματα της παράκτιας γραμμής της τα γύρω βουνά υψώνονται απότομα με ψηλά βραχώδη τοιχώματα. Στα Ν της εκτεταμένης αυτής λεκάνης όπου, εξαιτίας της πολύ μεγάλης εξάτμισης, παρατηρείται η υψηλότερη συγκέντρωση αλατιού στον κόσμο (το περιεχόμενο των ορυκτών αλατιών είναι 30%, με μεγαλύτερες ποσότητες στον βυθό), γεγονός που εμποδίζει την ύπαρξη οποιασδήποτε ζωντανής μορφής, μεγάλο μέρος της τεκτονικής τάφρου καλύπτεται από αλμυρούς βάλτους, που άλλοτε καταλαμβάνονταν από τη θάλασσα και σήμερα εκτείνονται σε μήκος περίπου 10 χλμ. προς τα Ν. Οι βάλτοι αυτοί κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού μετατρέπονται σε επιφάνειες αλατιού ή σε εκτεταμένες λασπώδεις περιοχές, τελείως απροσπέλαστες. Ο Ουάντι Αράμπα, που αποστραγγίζει το μεγαλύτερο μέρος της τάφρου στα Ν της Νεκράς θάλασσας, χάνεται σε αυτές τις βαλτώδεις περιοχές. Ακόμα πιο Ν, η τάφρος τείνει να ανυψωθεί ώσπου φτάνει μια υδροκριτική γραμμή που βρίσκεται ανάμεσα στη Νεκρά και στην Ερυθρά θάλασσα.Εξαιτίας της ενδιάμεσης θέσης του ανάμεσα στη θάλασσα και στις ερημικές πεδιάδες του εσωτερικού, το Ι. έχει κλίμα μεσογειακό στο σύνολό του, η ποικιλία του οποίου καθορίζεται από την εναλλασσόμενη επικράτηση των θαλάσσιων μαζών υγρού αέρα και των ξηρών ανέμων που πνέουν από τα Α σε σχέση με την εγκατάσταση στην έρημο προσωρινών κλωνικών ζωνών. Οι βροχές σημειώνονται κυρίως τον χειμώνα, με τιμές που ελαττώνονται προοδευτικά προς τα Ν, ώσπου περιορίζονται στην Ερυθρά θάλασσα στα 43 χιλιοστά στην Ελάτ (η Αιλών της Αγίας Γραφής, τα αρχαία Αίλανα). Οι θερμοκρασίες, μέτριες κατά τη διάρκεια του χειμώνα, είναι αξιοσημείωτα υψηλές το καλοκαίρι, με μέγιστες τιμές κατά μήκος της λεκάνης της Νεκράς θάλασσας και στη λωρίδα του Ουάντι Αράμπα.Οι σπάνιες και ακανόνιστες βροχοπτώσεις καθιστούν ασταθείς τις παροχές των ισραηλινών ποταμών, που είναι σχεδόν όλοι χειμαρρώδεις και τείνουν προς την ξηρασία κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Ο μοναδικός ποταμός που έχει σχετικά σταθερές παροχές είναι ο Γιαρκόν, που κατεβαίνει στη θάλασσα στο Τελ Αβίβ, ύστερα από μια διαδρομή μόλις 15 χλμ. Ο ποταμός αυτός αντιπροσωπεύει, μαζί με τη λίμνη Τιβεριάδα (Γενισαρέτ), το πιο μεγάλο υδάτινο απόθεμα του Ι. και εφοδιάζει με νερό την Ιερουσαλήμ και το Τελ Αβίβ.Η περιοχή της Παλαιστίνης είναι μία από τις μεσογειακές περιοχές όπου μαρτυρείται η αρχαιότερη ανθρώπινη παρουσία. Επειδή, όμως, βρισκόταν ανάμεσα σε μεγάλες ερημικές εκτάσεις και περιοχές με μεγάλο πολιτισμό, παράλληλα με τις μορφές μόνιμων οικισμών οι οποίοι, όπως στην Ιεριχώ και στην Υπεριορδανία, μπορούν να χρονολογηθούν από τις αρχές της νεολιθικής εποχής, υπήρχαν πάντοτε νομαδικές ομάδες και όλη η χώρα υφίστατο συνεχείς εισβολές. Γι’ αυτό τον λόγο η Παλαιστίνη δεν είχε ποτέ ενιαία ιστορία και αρκετές περίοδοι από το απώτερο παρελθόν της παραμένουν ακόμα σκοτεινές. Πάντως, οι Ισραηλίτες (ή Χαναναίοι) έφτασαν εκεί πριν από το 1300 π.Χ. · ήταν σημιτικής προέλευσης και ασκούσαν τον ποιμενικό νομαδισμό, διαιρεμένοι σε διάφορες φυλές. Αργότερα ενώθηκαν στον αγώνα κατά των Φιλισταίων (από τους οποίους όμως έμαθαν να επεξεργάζονται το σίδερο) και σχημάτισαν το πρώτο εβραϊκό έθνος, που έμελλε να επιβιώσει ύστερα από μια ιδιαίτερα δύσκολη ιστορία (κατοχές των Ασσυρίων, των Βαβυλωνίων, των Ελλήνων, των Ρωμαίων), έως την οριστική διασπορά του 70 μ.Χ., η οποία οδήγησε επί 1.800 χρόνια τους Εβραίους μακριά από την πατρίδα τους, όπου εν τω μεταξύ είχε αρχίσει σταδιακά η εγκατάσταση ολοένα και πιο πολυάριθμων ομάδων Αράβων.
Η επιστροφή των Εβραίων στην Παλαιστίνη είναι πρόσφατο φαινόμενο. Άρχισε στα τέλη του 19ου αι. με την ίδρυση, από τον Εβραίο Τέοντορ Χερτσλ, του παγκόσμιου σιωνιστικού κινήματος, που απέβλεπε στη δημιουργία εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη, ανοιχτού «για τους Ιουδαίους που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να παραμείνουν στις χώρες στις οποίες βρίσκονται».
Από φυλετικής άποψης είναι αδύνατον σήμερα να προσδιοριστούν οι Εβραίοι, ενώ δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να οριστεί μια εβραϊκή φυλή, όπως και μια σημιτική φυλή. Μπορούν βέβαια να διακριθούν εθνικές ομάδες, αλλά ασφαλώς δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί ότι όλοι οι Εβραίοι, εξαιτίας των πολυάριθμων επιμειξιών και αλλαγών, ανήκουν σε μια εθνότητα. Η διασπορά τούς οδήγησε σε δύο κατευθύνσεις: από τη μία πλευρά, ξεκινώντας από τη Μικρά Ασία, όπου άλλοτε ήταν εγκατεστημένοι, κατευθύνθηκαν προς την κεντρική Ευρώπη (Ασκεναζίτες), και από την άλλη, ακολουθώντας κατεύθυνση προς τα Ν και τα ΝΔ, έφτασαν στη βόρεια Αφρική και ύστερα στην Ισπανία και στη νότια Γαλλία (Σεφαρδίτες). Οι δύο ομάδες διακρίνονται καθαρά μεταξύ τους από εθνολογική άποψη και ακόμα πιο καθαρά από θρησκευτική. Ωστόσο, το εβραϊκό θρήσκευμα προσφέρει ταυτόχρονα και εθνική-φυλετική ταυτότητα. Έτσι, από τον συνολικό σημερινό πληθυσμό του Ι. περίπου το 80% είναι Εβραίοι στο θρήσκευμα, ενώ το υπόλοιπο 20% που απαρτίζεται από Άραβες είναι κυρίως μουσουλμάνοι και χριστιανοί.Το Ι. ιδρύθηκε, σύμφωνα με τα οράματα του Χερτσλ, ως τόπος μετανάστευσης και η χώρα διατήρησε αυτό τον χαρακτήρα προπάντων από τότε που υιοθετήθηκε επίσημα από την Κνεσέτ ο νόμος της επιστροφής (1950). Η μετανάστευση στους Αγίους Τόπους υπήρξε ένα από τα ιδανικά που επέτρεψαν την ανασυγκρότηση του Ι. και η ιστορική, πολιτική, κοινωνική και οικονομική σπουδαιότητά της έπαιξε σημαντικό ρόλο.
Το 1882, όταν άρχισε η σιωνιστική μετανάστευση, ο συνολικός πληθυσμός της Παλαιστίνης κυμαινόταν γύρω στους 25.000 κατ., πάνω από το μισό των οποίων κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ. Το 1900 είχαν εγκατασταθεί ήδη 50.000 Εβραίοι στην Παλαιστίνη, αλλά σχεδόν οι μισοί ήταν ακόμα πολίτες της Ιερουσαλήμ. Το 1914 ο εβραϊκός πληθυσμός έφτανε τους 85.000 κατ. Υπήρχαν ήδη 47 ισραηλινοί αγροτικοί οικισμοί, με πληθυσμό περίπου 12.000 κατ. Ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος προκάλεσε αξιοσημείωτες καταστροφές στους γεωργικούς αυτούς οικισμούς και στις εβραϊκές κοινότητες στις κυριότερες πόλεις. Στην πρώτη σύγχρονη απογραφή που έγινε στην Παλαιστίνη από τις βρετανικές αρχές (1922) καταγράφηκαν 84.000 Εβραίοι. Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου η σιωνιστική μετανάστευση γνώρισε ταχύτατη ανάπτυξη, αν και για μερικά χρόνια ήταν σχεδόν ασήμαντη. Το μεγαλύτερο μέρος των μεταναστών προερχόταν από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης (Ρωσία, Πολωνία). Από το 1920 έως το 1930 πολυάριθμοι Εβραίοι μετανάστευσαν από τη Γερμανία και αργότερα και από την Αυστρία και από την Τσεχοσλοβακία. Το 1947, λίγο πριν ιδρυθεί το κράτος του Ι., οι Εβραίοι στην Παλαιστίνη ήταν 630.000 και αποτελούσαν το 35% του συνολικού πληθυσμού. Τον ίδιο χρόνο, στην Παλαιστίνη βρίσκονταν πάνω από 300 ισραηλινοί γεωργικοί οικισμοί, με πληθυσμό 110.000 κατ. Η εβραϊκή μετανάστευση σε μεγάλη κλίμακα άρχισε αμέσως μετά την ανακήρυξη του κράτους, στις 14 Μαΐου 1948. Τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του καταγράφηκαν, κατά μέσο όρο, 200.000 μετανάστες. Το 1951 ο εβραϊκός πληθυσμός του Ι. είχε αυξηθεί στο 1.400.000 και το 1951 στο 1.600.000.
Συνολικά, στα πρώτα δέκα χρόνια της ίδρυσης του κράτους μετανάστευσαν στο Ι. περίπου ένα εκατομμύριο Εβραίοι από διάφορα μέρη του κόσμου. Αλλά από το 1956 η μετανάστευση σημείωσε αισθητή μείωση. Παρατηρήθηκε επίσης μια αντίστροφη μετανάστευση, δηλαδή προς τις χώρες καταγωγής πολλών Εβραίων, οι οποίοι δεν προσαρμόστηκαν στις καινούργιες σκληρές απαιτήσεις της ζωής. Η μετέπειτα αύξηση, στην οποία άρχισε να συμβάλλει και η φυσική κίνηση (που παρουσιάζει ακόμα και σήμερα ετήσιες υπερβολές γύρω στο 20‰), ενίσχυσε προοδευτικά τον πληθυσμό του Ι., που το 1974, μαζί με τις μειονότητες, έφτανε τους 3.409.000 κατ. Ύστερα από τους πολέμους που έγιναν από το 1967 και μετά, ο πληθυσμός των περιοχών υπό ισραηλινή διοίκηση, πέρα από τα σύνορα του κράτους που είναι αναγνωρισμένα επίσημα, υπολογιζόταν (1974) σε 1.093.300 κατ. Το 1991 ο πληθυσμός ανερχόταν σε 5.058.800. Γύρω στο 50% του σημερινού πληθυσμού αποτελείται από τους σάμπρες (σμπαρίμ), κατοίκους που έχουν γεννηθεί στο Ι., και είναι απόγονοι των μεταναστών.Το Ι. είναι το μοναδικό σύγχρονο κράτος η ύπαρξη του οποίου βασίστηκε στη γεωργική αποίκιση και γενικότερα στην επιστροφή στη γη. Αυτό έγινε επίσης κατορθωτό από τον υψηλό βαθμό οργάνωσης και από το πνεύμα προσαρμογής που έδειξαν οι μετανάστες. Αυτοί οργανώθηκαν προπάντων σε συνεταιριστικές μορφές, οι μεγαλύτερες των οποίων αντιπροσωπεύονταν από το μοσαβέι οβντίμ και από το κιμπούτς. Το πρώτο είναι ένα χωριό μικρών ιδιοκτητών, οργανωμένων σε συνεταιρισμό (κοοπερατίβα), στη διάθεση των οποίων έχει τεθεί η γη από το κράτος και από το εβραϊκό εθνικό κεφάλαιο, που κατέχουν όλο σχεδόν το γεωργικό έδαφος της χώρας. Ο συνεταιρισμός προβλέπει την υδάτινη παροχή, την αγορά και τη χρησιμοποίηση γεωργικών μηχανών και έχει αναλάβει τις υπηρεσίες ασφάλισης και πρόνοιας.
Το κιμπούτς είναι ένα κολεκτιβιστικό χωριό που βασίζεται στην από κοινού ίση κατοχή όλων των αγαθών, στην ίση κατανομή της εργασίας, των κερδών και των εξόδων. Και στο κιμπούτς, επίσης, η εργασία δεν είναι αμειβόμενη και η κοινότητα κάνει τις προβλέψεις της για τις μεμονωμένες ανάγκες που ξεκινούν από το σπίτι και καταλήγουν στο φαγητό. Όλος σχεδόν ο υπόλοιπος αγροτικός πληθυσμός ζει στα μοσαβίμ σιτουφίμ, μια μεικτή μορφή στην οποία συνυπάρχει, παράλληλα με τον κολεκτιβισμό, και η μικρή οικογενειακή ιδιοκτησία.
Χαρακτηριστική είναι η πολεοδομία των οικισμών αυτών, η οποία συνδέεται με ένα σχέδιο εμπνευσμένο από την ιδιαίτερη κοινωνική οργάνωση και από την εκ βάθρου σε πολλές περιπτώσεις θεμελίωση. Περίφημο από αυτή την έννοια είναι το μοσάβ οβντίμ, σχεδιασμένο από τον Ρ. Κάουφμαν, που θυμίζει τα αφρικανικά κυκλικά χωριά. Η εσωτερική περιοχή του χρησιμεύει ως δημόσιος χώρος και διαθέτει σχολεία, καταστήματα κ.ά.
Σε επίπεδο περιοχής, η κατανομή των οικισμών πρόσφατης δημιουργίας υπακούει σε πολλές ζώνες σε ιδιόρρυθμα κριτήρια, οικονομικά και κοινωνικά. Τυπικός, από την άποψη αυτή, είναι ο σχεδιασμός της ζώνης Λαχ(ε)ίς, αποτέλεσμα συντονισμού του έργου των αγρονόμων, πολεοδόμων και κοινωνιολόγων, οι οποίοι προέβλεψαν μια σειρά από χωριά συγκεντρωμένα γύρω από αγροτικά κέντρα, τα οποία έχουν ως κέντρο βάρους με τη σειρά τους ένα αστικό ή ημιαστικό κέντρο. Κάθε αγροτικό κέντρο διαθέτει δημοτικό σχολείο, ιατρεία, σταθμούς τρακτέρ, γκαράζ, συνεταιριστικά καταστήματα.Το σύγχρονο πολεοδομικό φαινόμενο της Παλαιστίνης συνδέεται γενικά με ένα αρχαίο δίκτυο στρατοπέδων που συχνά χρονολογούνται από τα προϊστορικά χρόνια (τα τελ) και από τις πιο μακρινές στιγμές της ιστορίας της χώρας. Σπουδαίο ρόλο έπαιξε επίσης, για την τοποθεσία των πρώτων αστικών κέντρων, ο αγώνας ανάμεσα στους πληθυσμούς του κάμπου και στους πληθυσμούς του βουνού. Σε αυτόν οφείλεται ο επιβλητικός αριθμός των αρχαίων πόλεων που ανακαλύφθηκαν στις πλαγιές των αναγλύφων της Ιουδαίας, όπου κατοικούσαν οι Ισραηλίτες.
Σε εμπορικά κυρίως κίνητρα οφείλουν, αντίθετα, την ανάπτυξή τους άλλες πόλεις, όπως η Ιερουσαλήμ, που βρίσκεται σε μια οδό διέλευσης η οποία ακολουθούσε τη ράχη των βουνών της Παλαιστίνης, ή η Ιεριχώ, στην τάφρο της Νεκράς θάλασσας, στην οδό για το εσωτερικό υψίπεδο. Ωστόσο, από τα πολυάριθμα αρχαία κέντρα της Παλαιστίνης λίγα είναι σήμερα εκείνα που διατηρούνται ή που δεν περιορίστηκαν σε αγροτικά χωριά, είτε εξαιτίας της μακράς παρακμής των διακινήσεων κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας είτε εξαιτίας του ότι, έως την τελευταία εβραϊκή μετανάστευση, σχεδόν όλη η χώρα είχε από αιώνες επανέλθει στον πολιτισμό του αντίσκηνου. Κατά τον 20ό αι. έγινε πάλι προσπάθεια να αξιοποιηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η ακτή: το Τελ Αβίβ και η Χάιφα ήταν, στα τέλη ακόμα του 19ου αι., μικρά ψαράδικα κέντρα. Διαφορετική είναι η περίπτωση της Ιερουσαλήμ, η σημασία της οποίας οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι είναι σύμβολο της προσήλωσης των Εβραίων στη θρησκεία τους.
Το αστικό κέντρο διαθέτει σχολές μέσης εκπαίδευσης, διοικητικές υπηρεσίες, τράπεζες και επιχειρήσεις μεταποίησης της τοπικής παραγωγής. Η ισραηλινή πολεοδομία συμπληρώνεται, τέλος, με τις πόλεις που ιδρύθηκαν πρόσφατα, σύμφωνα με σχέδια οικονομικής, γεωργικής και βιομηχανικής αξιοποίησης, όπως η περιοχή των εγγειοβελτιωτικών έργων της Νεγκέβ, όπου η Μπέερ Σεβά (ή Βιρσαβεέ), που γνώρισε εξαιρετική ανάπτυξη μετά την αξιοποίηση του υδάτινου πλούτου, έγινε ένα από τα κυριότερα κέντρα όλης της χώρας. Κυριότερες πόλεις της χώρας είναι σήμερα οι εξής (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 1997, λεπτομέρειες στα αντίστοιχα λήμματα): η Ιερουσαλήμ (622.093), το Τελ Αβίβ – Γιάφα (348.570), η Χάιφα (264.301) και η Μπέερ Σεβά (160.364).Η σημερινή οικονομική δομή του Ι. επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό από ιδιαίτερους οικονομικούς παράγοντες, που οφείλονται στη στρατηγική του θέση (ως συνοριακής χώρας ανάμεσα στα αραβικά κράτη της Μέσης Ανατολής) και στην ίδια τη γένεσή του, όπως την εννοούσαν οι πρώτοι σιωνιστές, δηλαδή ως μια «επιστροφή του εβραϊκού λαού στη γη του». Επακόλουθο του γεγονότος αυτού είναι η στρατιωτική και οικονομική υποστήριξη των ΗΠΑ και άλλων δυτικών δυνάμεων και η χορήγηση βοήθειας από τις εβραϊκές κοινότητες όλου του κόσμου, υπό μορφή είτε επενδύσεων είτε δωρεών. Η μακρόχρονη ένταση στη Μέση Ανατολή επιβάλλει βαριές συνθήκες στο Ι., που είναι υποχρεωμένο να αφιερώνει στην άμυνα ένα πολύ υψηλό ποσοστό από τον κρατικό του προϋπολογισμό. Η πρώτη φάση της ανάπτυξης του κράτους του Ι. –από το 1952– χαρακτηρίστηκε από την ανάγκη δημιουργίας μιας ισχυρής γεωργικής βάσης. Δεκάδες χιλιάδες οικογένειες εγκαταστάθηκαν στην ύπαιθρο σύμφωνα με τα σχέδια μιας κολεκτιβιστικής οργάνωσης, που είχε ήδη υιοθετηθεί από τις αρχές του 20ού αι. από τις πρώτες γεωργικές κοινότητες. Στη φάση αυτή, και σε μικρότερο μέρος και στις επόμενες, ενεργοποιήθηκαν όλες οι διαθέσιμες πηγές. Στο πλαίσιο αυτό παρεμβλήθηκε η συστηματική εκμετάλλευση των υδάτινων δυνατοτήτων με πρωτοποριακές τεχνικές, από την αφαλάτωση των θαλάσσιων νερών έως την εκμετάλλευση των βρόχινων νερών και των νερών των φρεάτων, καθώς και τις ιδιόρρυθμες μεθόδους άρδευσης των ερημικών περιοχών με τη δημιουργία πειραματικών σταθμών στη Νεγκέβ. Η προσπάθεια εθνικής οικοδόμησης αναλήφθηκε από την κυβέρνηση, από δημόσιες οικονομικές οργανώσεις και από τη Χισταντρούτ, την ισχυρή συνδικαλιστική οργάνωση.
Τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν στη γεωργία επέτρεψαν στο Ι. να εξάγει ένα μέρος της παραγωγής. Ταυτόχρονα, οι απαιτήσεις μιας κοινωνίας που φιλοδοξούσε να εκσυγχρονιστεί έχουν δημιουργήσει έναν ικανοποιητικό βιομηχανικό τομέα, ο οποίος όμως για τις πρώτες ύλες αναγκάστηκε να καταφύγει σε εισαγωγές από το εξωτερικό, προκαλώντας μεγάλα ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο. Ιδιαίτερα από το 1967 και μετά η βιομηχανική δομή ενισχύθηκε αξιοσημείωτα, σκοπεύοντας σε πρωτοποριακούς τεχνολογικούς τομείς.
Από τη μεταμόρφωση της ισραηλινής κοινωνίας επηρεάστηκαν οι ίδιες οι δομές που άλλοτε αποτελούσαν τη βάση της οικονομίας, ιδιαίτερα την εποχή της γένεσης της χώρας. Παρατηρείται πράγματι μια παρακμή του πρωτοποριακού πνεύματος (τα κιμπούτς παραχωρούν όλο και πιο συχνά τη θέση τους σε συνεταιριστικές μορφές όπως τα μοσαβίμ) που εκδηλώνεται μόνο κατά ένα μέρος στα νέα προσαρτημένα εδάφη, ενώ οι βιομηχανικές δραστηριότητες τείνουν να αποκεντρωθούν και να κατανεμηθούν σε όλο το έδαφος. Μολονότι το Ι. είναι πλέον μια σύγχρονη βιομηχανική χώρα, στην οικονομία εξακολουθούν να βαραίνουν πολύ οι συνέπειες της έντασης που υπάρχει με τις αραβικές χώρες. Η οικονομία της χώρας θεωρείται από τις πιο εξελιγμένες και υγιείς, παρά τα προβλήματα που υφίστανται από τις μεγάλες εισαγωγές, τον πληθωρισμό και την ανεργία. Το ΑΕΠ ανήλθε σε 119.000 εκατ. δολάρια ΗΠΑ το 2001 και το κατά κεφαλήν εισόδημα σε 20.000 δολάρια. Ο πληθωρισμός έχει ταλαιπωρήσει ιδιαίτερα τη χώρα, αλλά πλέον έχει περιοριστεί μόλις στο 1,1% (2001) από 14% το 1994 και ακόμη περισσότερο στις δεκαετίες του 1970 και 1980. Η ανεργία φτάνει το 9% (2001).
Ο αγροτικός τομέας απασχολεί λιγότερο από το 3% του ενεργού πληθυσμού και παράγει περίπου το 4% του ΑΕΠ, ενώ ο βιομηχανικός τομέας και ο ορυκτός πλούτος απασχολούν περίπου το 30% του πληθυσμού και παράγουν το 37%. Οι υπηρεσίες απασχολούν μεγάλο αριθμό όχι μόνο στον τουρισμό, που είναι ανεπτυγμένος, αλλά και στον τραπεζικό τομέα, ενώ το δημόσιο απορροφά το 31% του εργατικού δυναμικού. Συνολικά οι υπηρεσίες (ιδιωτικός και δημόσιος τομέας) έχουν μερίδιο 67% στην απασχόληση και 59% στο ΑΕΠ. Η χώρα διαθέτει μικρά αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά έχουν βρεθεί και αποθέματα χαλκού και χρυσού. Η ενέργεια προέρχεται κυρίως από θερμοδυναμικούς σταθμούς.Η ταχύρυθμη αύξηση του πληθυσμού δημιουργούσε συνεχώς στο Ι. δύο σοβαρά προβλήματα: την ανάγκη μεγαλύτερων μέσων συντήρησης και την προσφορά εργασίας στους καινούργιους μετανάστες. Στα πολιτικά και ιδεολογικά προβλήματα (εξασφάλιση των μεταναστών και επίβλεψη των κατακτηθέντων εδαφών) προστέθηκαν και καθαρά οικονομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν με την ορθολογική οργάνωση της γεωργικής παραγωγής, την υιοθέτηση της σύγχρονης καλλιέργειας, την εκμηχάνιση και την ευρεία χρήση των λιπασμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, σημαντική εμφανίζεται η ανάπτυξη που προέκυψε από τις βιομηχανικές καλλιέργειες, τα προϊόντα των οποίων αποτελούν πηγή πρώτων υλών για τις τοπικές βιομηχανίες. Στη γεωργία εμφανίστηκαν προβλήματα σχετικά με τη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου και τέθηκε ως σκοπός ο περιορισμός της υπερπαραγωγής ορισμένων τομέων (πουλερικά, γάλα), για να ισχυροποιηθούν οι καλλιέργειες που προορίζονταν για εξαγωγή.
Η ανεπάρκεια νερού επηρεάζει ακόμα την περαιτέρω ανάπτυξη της γεωργίας, παρά τις αξιοσημείωτες προόδους που σημειώθηκαν. Δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι το μισό σχεδόν του εδάφους αποτελείται από τη Νεγκέβ όπου παρατηρούνται βροχομετρικές τιμές πολύ κατώτερες από το ελάχιστο απαραίτητο για την ξηροκαλλιέργεια. Οι γεωργικές εγκαταστάσεις, πάντως, εξακολουθούν να έχουν πολιτική αξία αλλά, σε σχέση με το παρελθόν, τα κιμπούτς είναι ένα φαινόμενο μικρότερης πλέον σπουδαιότητας, ενώ διαδίδονται συνεταιριστικές εγκαταστάσεις του τύπου μοσαβίμ που αποδεικνύονται πιο κατάλληλες στη σημερινή φάση της γεωργικής ανάπτυξης. Τα κιμπούτς, που ορίζονται ως γεωργικές αποικίες βασισμένες στην κολεκτιβοποίηση των μέσων παραγωγής και στην κοινωνική και οικονομική ισότητα των μελών τους, ήταν το πιο κατάλληλο όργανο για τη διείσδυση σε εχθρικό και άγονο ξένο έδαφος. Στην πράξη, τα κολεκτιβιστικά ιδανικά των κιμπούτς δεν έχουν παρά μερική μόνο πρακτική εφαρμογή και έχουν εκτοπιστεί από τα μοσαβίμ: μοσαβέι οβντίμ, κατεξοχήν συνεταιριστικές εγκαταστάσεις· μοσάβ ολίμ, στα οποία ο συνεταιρισμός είναι περιορισμένος· μοσαβίμ σιτουφίμ, ενδιάμεση μορφή ανάμεσα σε κολεκτιβισμό και συνεταιρισμό. Τα μοσαβίμ, συγκεντρωμένα με κριτήριο το κέρδος, εδραιώνονται ως το ελκυστικό στοιχείο της ισραηλινής γεωργίας, αποβλέποντας σε ευρύτατα εξειδικευμένες παραγωγές μεγάλης κλίμακας. Αν το εισόδημα που προέρχεται από τη γεωργία έχει διατηρηθεί μάλλον σταθερό, πραγματοποιήθηκε μια αξιοσημείωτη μεταβολή στις καλλιέργειες. Σήμερα επικρατούν τα εσπεριδοειδή, τα οπωροφόρα δέντρα, οι ζωοτροφές και οι βιομηχανικές καλλιέργειες, τα λαχανικά και τα δημητριακά. Τα τελευταία είναι διαδεδομένα ιδιαίτερα στις μη αρδευόμενες γαίες. Το σιτάρι καλλιεργείται εντατικά. Σε σχέση όμως με τις εξαγωγές, μεγάλη σπουδαιότητα έχουν τα εσπεριδοειδή (το 70% της παραγωγής προορίζεται για εξαγωγή), τυπικά όλης της αρδευόμενης παράκτιας λωρίδας και ιδιαίτερα της περιοχής της Χάιφα και της πεδιάδας Εσδρελών. Η παραγωγή (πορτοκάλια, μανταρίνια, γκρέιπ φρουτ, λεμόνια) ελέγχεται από έναν αρμόδιο οργανισμό ο οποίος, αφού εγγυηθεί την ποιότητά τους, διευκολύνει τη διάθεσή τους στις ευρωπαϊκές αγορές όπου το ισραηλινό προϊόν –χάρη επίσης στις συμφωνίες που έχουν συναφθεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση– είναι σταθερά εδραιωμένο. Η ελιά φυτρώνει εύκολα παντού, καθώς το έδαφος είναι λοφώδες και εκτεθειμένο στον ήλιο· η Γαλιλαία είναι η πιο παραγωγική ζώνη, αλλά η καλλιέργεια αυτή βρίσκεται σε παρακμή. Θαυμάσιες είναι και οι συνθήκες για τα αμπέλια στην πεδιάδα της Ιουδαίας και στις πλαγιές του Καρμήλου. Όλη η χώρα επίσης είναι κατάλληλη για φρουτοκαλλιέργεια (μηλιές, αχλαδιές, ροδακινιές, βερικοκιές, δαμασκηνιές) ακόμα και τροπικού τύπου (όπως η μπανανιά, στους πρόποδες του Καρμήλου όρους και στους λόφους της άνω Γαλιλαίας, και οι ανανάδες). Η σπουδαιότητα των κηπευτικών, τα οποία κατά μεγάλο μέρος εξάγονται (προπάντων ντομάτες), αυξάνεται συνεχώς. Ανάμεσα στις βιομηχανικές καλλιέργειες ιδιαίτερη φροντίδα αποδίδεται στο βαμβάκι, στον καπνό, στις αραχίδες και στα ζαχαρότευτλα.
Η δασική επιφάνεια, εξαιτίας των ιστορικών και κλιματικών συνθηκών, είναι περιορισμένη, αλλά συνεχίζεται αδιάκοπα η αναδάσωση, ιδιαίτερα στις ζώνες της Ναζαρέτ και της Γιατίρ, στα σύνορα με την Ιορδανία.Οι φυσικές συνθήκες δεν είναι κατάλληλες για τις ζωοτροφές και κατά συνέπεια η κτηνοτροφία εμποδίζεται, αν και έχει σημειώσει μεγάλες προόδους, περιορίζοντας τον αριθμό των βοοειδών και σκοπεύοντας, εκτός από τους τομείς εκτροφής αιγοπροβάτων, στην εκτροφή των πουλερικών που αυξήθηκε πάρα πολύ, καλύπτοντας τις ανάγκες και εξάγοντας μεγάλους αριθμούς από κοτόπουλα και αβγά. Τα φώτα των οικημάτων που φιλοξενούν τα πουλερικά, αναμμένα τη νύχτα για να επιτρέπουν τη συνεχή διατροφή των ζώων, χαρακτηρίζουν τη νυχτερινή όψη του αγροτικού τοπίου.
Οι θάλασσες που βρέχουν το Ι., ζεστές και αλμυρές, δεν είναι πολύ πλούσιες σε ψάρια. Πιο ευνοϊκές είναι οι συνθήκες στη λίμνη Τιβεριάδα, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των αλιευμάτων προέρχεται από κατάλληλες τεχνητές λεκάνες όπου εκτρέφονται ιδιαίτερα οι κυπρίνοι.Η εγκατάσταση των Εβραίων στην Παλαιστίνη. Η διείσδυση του εβραϊκού λαού στην Παλαιστίνη, όπου ήταν εγκατεστημένοι δύο άλλοι σημιτικοί λαοί, οι Αμορραίοι και οι Χαναναίοι, έγινε σε τρία κύματα: το πρώτο, που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη με την ιστορία του Αβραάμ, ξεκίνησε από τη Μεσοποταμία περίπου τον 18ο αι. π.Χ., το δεύτερο, με αβέβαιη προέλευση, τον 14ο αι. και το τρίτο, που η Παλαιά Διαθήκη περιγράφει ως επιστροφή στη Γη της Επαγγελίας, από την Αίγυπτο τον 13ο αι. π.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση, κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού οι δώδεκα φυλές πήραν από τον Μωυσή τις δέκα εντολές και τις βάσεις της μονοθεϊστικής θρησκείας. Στην πραγματικότητα, η θρησκεία αυτή εδραιώθηκε παράλληλα με τη μόνιμη εγκατάσταση του λαού και τη δημιουργία ενός ενιαίου μοναρχικού κράτους, έπειτα από μια σειρά από νίκες αρχικά επί των Αμορραίων της Υπεριορδανίας και των Χαναναίων της Ιουδαίας και ύστερα επί των Μωαβιτών, των Εδωμιτών (Ιδουμαίων) και προπάντων επί των Φιλισταίων που ήρθαν από τη θάλασσα με όπλα από σίδερο (μέταλλο ακόμα άγνωστο στους Εβραίους). Κατά την περίοδο των Κριτών (13ος-11ος αι. π.Χ.), όπως ονομάζεται η περίοδος της εδαφικής εδραίωσης και των αγώνων με τους γείτονες, διακρίθηκαν μερικοί φύλαρχοι του λαού, οι οποίοι αργότερα τιμήθηκαν ως λαϊκοί ήρωες.
Μετά τον πρώτο βασιλιά Σαούλ (1004-1000 π.Χ.), ο πραγματικός θεμελιωτής του κράτους του Ι. υπήρξε ο Δαβίδ (περίπου 1000-961 π.Χ.) ο οποίος, αφού πήρε την Ιερουσαλήμ από τους Χαναναίους, την έκανε πρωτεύουσα και την εξωράισε κατασκευάζοντας κτίρια από ξύλο και πέτρα. Τον διαδέχθηκε ο γιος του, Σολομών, που βασίλευσε από το 961 έως το 922 π.Χ. Μετά τον θάνατό του μια διάχυτη δυσαρέσκεια (που οφειλόταν στα μεγάλα έξοδα για δημόσια έργα και στην ανεκτικότητα προς τις ξένες λατρείες που έφεραν οι σύζυγοι του Σολομώντα) είχε ως αποτέλεσμα να χωριστεί το κράτος σε δύο βασίλεια: στο βασίλειο του Ι. στα Β, με πρωτεύουσα τη Σιχέμ (ύστερα τη Θίρσα και τέλος τη Σαμάρεια), που το αποτελούσαν δέκα φυλές, και στο βασίλειο του Ιούδα στα Ν, που το αποτελούσαν οι φυλές του Ιούδα και του Βενιαμίν, με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Διαιρεμένα και εξασθενημένα από βίαιες συγκρούσεις, τα δύο βασίλεια κατελήφθησαν αντίστοιχα από τους Ασσυρίους και από τους Βαβυλωνίους.
Με τον Αμβρί (Αμρί, 876-869 π.Χ.), ιδρυτή της πόλης Σαμάρειας, το Ι. απέκτησε ξανά μέρος της παλιάς ισχύος του, ωστόσο απειλήθηκε όταν ο διάδοχος του Αχαάβ (Άκαμπ, 869-850 π.Χ.) προσπάθησε να επιβάλει τη λατρεία του Τύριου θεού Βάαλ. Με τον Ιού (Ιέου, 842-815 π.Χ.) αποκαταστάθηκε η λατρεία του Γιαχβέ (Ιεχωβά). Με τον θάνατο του βασιλιά Ιεροβοάμ Β’ (786-746 π.Χ.), το Ι. περιήλθε στην κατοχή των Ασσυρίων, που ισχυροποιήθηκε με τον Τιγλάθ Πιλάσαρ Γ’ (Τιγκλατπιλέσερ, 745-727 π.Χ.). Μετά τον θάνατο του τελευταίου βασιλιά της Σαμάρειας, ο Ωσηέ (732-724 π.Χ.) προσπάθησε να υποκινήσει εξέγερση με τη βοήθεια της Αιγύπτου, αλλά ηττήθηκε από τον Ασσύριο βασιλιά Σαλμανασάρ Ε’, ο οποίος κατέστρεψε τη Σαμάρεια και εκτόπισε (722 π.Χ.) τους κατοίκους της.
Μεγαλύτερη ζωή είχε το βασίλειο του Ιούδα, το οποίο με τους πρώτους απογόνους του Δαβίδ ισχυροποίησε τη θρησκευτική τάξη του Ναού και της Ιερουσαλήμ· το 733 π.Χ. ο Άχαζ (Άκαζ) αναγκάστηκε να υποταχθεί στον Τιγλάθ Πιλάσαρ Γ’, αλλά ο γιος του Εζεκίας (725-687 π.Χ.) κατόρθωσε, συμμαχώντας με τους Βαβυλωνίους, να κρατήσει μακριά τους Ασσυρίους, που πολιορκούσαν μάταια την Ιερουσαλήμ. Η κατάρρευση της ασσυριακής ισχύος είχε ως αποτέλεσμα όμως να περιέλθει η Παλαιστίνη στη βαβυλωνιακή σφαίρα επιρροής. Αφού εξεγέρθηκε εναντίον της Βαβυλώνας το 597 π.Χ. και ξανά το 587 π.Χ., η Ιερουσαλήμ πολιορκήθηκε και καταστράφηκε και ο πληθυσμός εκτοπίστηκε.
Περσική και ελληνιστική κυριαρχία. Όταν ο Κύρος ο Μέγας κληρονόμησε τη Βαβυλωνιακή αυτοκρατορία (538 π.Χ.), επέτρεψε στους Εβραίους να επιστρέψουν στη γη τους και να ανοικοδομήσουν τον Ναό της Ιερουσαλήμ, που έγινε ξανά σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο. Επί της βασιλείας του Αρταξέρξη Α’ επέστρεψαν άλλες δύο ομάδες Εβραίων, αλλά η πολιτική ζωή του Ι. ως κράτους δεν ξανάρχισε και η Ιερουσαλήμ προφανώς παρέμεινε κυρίως θρησκευτικό κέντρο. Άλλωστε, λίγα πράγματα είναι γνωστά για την ιστορία της σε εκείνους τους αιώνες.
Όταν ο τελευταίος Αχαιμενίδης βασιλιάς της Περσίας ηττήθηκε στη μάχη της Ισσού (333 π.Χ.), ο Μέγας Αλέξανδρος κατέβηκε μέσω της Φοινίκης και της Παλαιστίνης προς την Αίγυπτο, όπου ίδρυσε την Αλεξάνδρεια, προσελκύοντας εκεί μια ρωμαλέα εβραϊκή κοινότητα, ολοένα και πιο ανοιχτή στην ελληνική παιδεία· το 250 π.Χ. μεταφράστηκε στα ελληνικά η Τορά (Πεντάτευχος) και στη συνέχεια, χάρη στον Πτολεμαίο Β’, ολόκληρη η Βίβλος (μετάφραση των Εβδομήκοντα ή Ο’). Ελάχιστα εξελληνισμένη ήταν αντίθετα η Ιερουσαλήμ, που εξακολουθούσε να είναι το θρησκευτικό κέντρο του εβραϊκού κόσμου. Όταν όμως το 198 π.Χ. η Παλαιστίνη περιήλθε στην κυριαρχία των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών, η πόλη υπέστη βαθιές μετατροπές, προπάντων όταν κυριαρχούσε ο αρχιερέας Ιάσονας. Ο Ιάσονας διώχτηκε από τον Σελευκίδη Αντίοχο Δ’, ο οποίος κατέλαβε την Ιερουσαλήμ, σύλησε τον Ναό και γκρέμισε τα τείχη (168 π.Χ.)· ακολούθησε αναγκαστικός εξελληνισμός της πόλης και απαγορεύτηκε κάθε μορφή εβραϊκής λατρείας.
Η αναπόφευκτη αντίδραση ξέσπασε σε μια εξέγερση οργανωμένη από έναν ιερέα, τον Ματταθία, ένας από τους γιους του οποίου, ο Ιούδας ο επονομαζόμενος Μακκαβαίος, κατάφερε να νικήσει τον Αντίοχο και να ανακαταλάβει την Ιερουσαλήμ. Ο Ναός αποκαταστάθηκε και αφιερώθηκε ξανά στον Γιαχβέ στις 25 Δεκεμβρίου του 165 π.Χ. Αλλά οι αγώνες ανάμεσα στους εθνικιστές και στους ελληνιστές συνεχίζονταν και ο Ιούδας σκέφτηκε να ζητήσει την προστασία της Ρώμης. Μετά τον θάνατό του σε μάχη (160 π.Χ.), ο αδελφός του, Ιωνάθαν, ανανέωσε πάλι τη φιλία με τη Ρώμη για να προστατευτεί από τους Σελευκίδες, αλλά σκοτώθηκε και αυτός. Από τους αδελφούς Μακκαβαίους έμενε πια μόνο ο Σίμωνας· αναγνωρίστηκε πάλι βασιλιάς ο Δημήτριος Β’, ο οποίος το 142 π.Χ. παραχώρησε ελευθερία στην Ιερουσαλήμ, απαλλάσσοντάς την από τους φόρους.
Το βασίλειο των Ασαμωναίων και η κυριαρχία της Ρώμης. Με τον Σίμωνα Α’, που εξελέγη αρχιερέας από μια λαϊκή συνέλευση, αρχίζει η λεγόμενη δυναστεία των Ασαμωναίων, η οποία υπό τον Ιωάννη Υρκανό (135-104 π.Χ.) επεξέτεινε τα σύνορα του κράτους με μια σειρά από κατακτήσεις στην Υπεριορδανία και στη Σαμάρεια. Τον Ιωάννη Υρκανό διαδέχθηκε για έναν χρόνο ο γιος του Ιούδας Αριστόβουλος Α’ και ύστερα ο αδελφός του Αλέξανδρος Ιανναίος (103-76 π.Χ.), ο πρώτος της δυναστείας που πήρε τον τίτλο του βασιλιά. Η δυναστεία πολέμησε για μεγάλο διάστημα εναντίον των Φιλισταίων, καταλαμβάνοντας τα Γάδαρα, τη Ράφεια (Ραφία) και τη Γάζα. Στους εσωτερικούς αγώνες αναδείχθηκε μια οικογένεια Ιδουμαίων (που μόλις είχαν προσηλυτιστεί στη θρησκεία και προσαρτηθεί στο κράτος του Ι.) που υπό την ηγεσία του Αντίπατρου από την Ιδουμαία εκμεταλλεύτηκε τον ανταγωνισμό μεταξύ Ασαμωναίων, Αριστόβουλου Β’ και Υρκανού, συμμαχώντας με τον τελευταίο. Όταν ο Πομπήιος, αφού κατέκτησε τη Συρία (64 π.Χ.), πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ, η πλειονότητα του πληθυσμού άνοιξε τις πύλες στους Ρωμαίους. Μόνο οι οπαδοί του Αριστόβουλου οχυρώθηκαν στον Ναό, που κυριεύθηκε ύστερα από πολιορκία τριών μηνών. Στη σφαγή που ακολούθησε πήραν μέρος επίσης οι οπαδοί του Υρκανού, ο οποίος ονομάστηκε από τον Πομπήιο αρχιερέας και εθνάρχης ενός εδάφους πολύ περιορισμένου σε σχέση με το παρελθόν, προσαρτημένου στη νέα ρωμαϊκή επαρχία της Συρίας.
Το 56 π.Χ. ο Αριστόβουλος και ο γιος του, Αλέξανδρος, αφού δραπέτευσαν από τη Ρώμη, προσπάθησαν μάταια να προκαλέσουν εξέγερση στην Ιουδαία. Κατά τον εμφύλιο πόλεμο υποστήριξαν τον Καίσαρα, αλλά δολοφονήθηκαν από τους οπαδούς του Πομπήιου. Όταν νίκησε τον Πομπήιο, ο Καίσαρας εδραίωσε τον Υρκανό ως μέγα αρχιερέα και εθνάρχη, διορίζοντας αντίθετα επιμελητή της Ιουδαίας τον Αντίπατρο, που ανέθεσε τη διοίκηση στους γιους του, Φασαήλ (Ιερουσαλήμ) και Ηρώδη (Γαλιλαία). Μετά τον θάνατο του Καίσαρα (44 π.Χ.) ο επιζών γιος του Αριστόβουλου, Αντίγονος, προσπάθησε να αναλάβει ξανά την εξουσία αλλά μετά τη μάχη των Φιλίππων (42 π.Χ.) ο Μάρκος Αντώνιος διόρισε τον Ηρώδη και τον Φασαήλ τετράρχες της Ιουδαίας. Ο Αντίγονος συμμάχησε τότε με τους Πάρθους, οι οποίοι εισέβαλαν στη Συρία και στην Παλαιστίνη, κατορθώνοντας έτσι να γίνει αρχιερέας και βασιλιάς των Ιουδαίων. Εξέδωσε νομίσματα που έφεραν στα ελληνικά το όνομά του και τον τίτλο του, και στην άλλη όψη το ιουδαϊκό του όνομα Ματταθίας και τον τίτλο μέγας αρχιερέας στην εβραϊκή γλώσσα. Υπήρξε ο τελευταίος των Ασαμωναίων, γιατί ο Ηρώδης ξαναπήρε από τους Ρωμαίους, που είχαν απωθήσει τους Πάρθους, τον τίτλο του βασιλιά της Ιουδαίας και αποκεφάλισε τον Αντίγονο στην Αντιόχεια.
Ο Ηρώδης ο Μέγας (37-4 π.Χ.) διατηρήθηκε στην εξουσία χάρη στη σταθερή υποστήριξη της Ρώμης. Έδωσε ελληνιστικό χαρακτήρα στην Ιερουσαλήμ, ανοικοδόμησε τη Σαμάρεια (που ονομάστηκε Σεβάστεια προς τιμήν του Αυγούστου) και ίδρυσε στην ακτή τη μελλοντική πρωτεύουσα της ρωμαϊκής Παλαιστίνης, την Τurris Stratonis (Πύργος Στράτωνος) ή Καισάρεια. Μετά τον θάνατό του, ενώ ο κληρονόμος του Αρχέλαος βρισκόταν στη Ρώμη, ξέσπασαν εναντίον της δυναστείας και των Ρωμαίων ταραχές που οδήγησαν τον Αύγουστο να διαιρέσει το βασίλειο σε τρία διαμερίσματα: το πρώτο, που περιλάμβανε την Ιουδαία, τη Σαμάρεια και την Ιδουμαία, δόθηκε στον Αρχέλαο, ενώ οι αδελφοί του, Ηρώδης Αντίπας και Φίλιππος, πήραν αντίστοιχα τη Γαλιλαία και τη βορειοανατολική ζώνη. Όταν καθαιρέθηκε ο Αρχέλαος, το 6 μ.Χ., εξαιτίας των δυσαρεσκειών που είχε προκαλέσει ανάμεσα στους ίδιους τους Εβραίους, το έδαφός του αποτέλεσε μέρος της ρωμαϊκής επαρχίας της Συρίας. Το διαμέρισμα του Φιλίππου προσαρτήθηκε στη Συρία μετά τον θάνατό του (34). Ο Ηρώδης Αντίπας, που κυβέρνησε έως το 37, ίδρυσε την Τιβεριάδα, που έγινε πρωτεύουσα της Γαλιλαίας· αυτός είναι ο Ηρώδης που διέταξε τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη του Βαπτιστή και έστειλε τον Ιησού στον Πιλάτο. Ο Πόντιος Πιλάτος ήταν ανθύπατος του Τιβέριου και η παρουσία του στην Παλαιστίνη κατά τα χρόνια 26-36 μ.Χ. επιβεβαιώνεται και από μια επιτύμβια πλάκα που βρέθηκε στην Καισάρεια το 1961. Άλλα αξιοσημείωτα γεγονότα διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Καλιγούλα: οι εξεγέρσεις των Εβραίων της Αλεξάνδρειας εναντίον του αυτοκράτορα και η άνοδος του Ηρώδη Αγρίππα, ενός από τους εκρωμαϊσμένους ανιψιούς του Ηρώδη του Μεγάλου, ο οποίος το 37 πήρε από τον Καλιγούλα τη διακυβέρνηση της τετραρχίας του Φιλίππου. Ο Ηρώδης Αγρίππας κατόρθωσε να ανοικοδομήσει το βασίλειο του Ηρώδη του Μεγάλου παίρνοντας από τον αυτοκράτορα Κλαύδιο το 39 την τετραρχία του Ηρώδη Αντίπα και το 41 την Ιουδαία και τη Σαμάρεια· κυβέρνησε με τον τίτλο του βασιλιά έως τον θάνατό του (44). Προσπάθησε να κερδίσει τη συμπάθεια των Εβραίων με την τήρηση των τελετουργικών κανόνων και την καταδίωξη της χριστιανικής κοινότητας της Ιερουσαλήμ. Τον διαδέχθηκε το 48 ο γιος του Αγρίππας Β’, που βασίλευσε επί περίπου μισό αιώνα, μένοντας πιστός στη Ρώμη ακόμα και κατά τη διάρκεια της εβραϊκής εξέγερσης (66), που τερματίστηκε με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ (70).
Όταν απέτυχε μια ειρηνευτική προσπάθεια του Αγρίππα Β’, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στα στρατεύματά του και στους ζηλωτές, όπως ονομάστηκαν οι εξτρεμιστικές φατρίες των πολιτών της Ιερουσαλήμ, σε αντίθεση με τις μετριοπαθείς ή τις καθαρά φιλοχρηματικές. Ο Νέρων αποφάσισε το 67 να στείλει στην Ιουδαία τον Τίτο Φλάβιο Βεσπασιανό, ο οποίος συνοδευόμενος από τον γιο του Τίτο και από διάφορους συμμάχους, ανάμεσα στους οποίους ο Αγρίππας Β’, βάδισε κατά της Παλαιστίνης, κυρίευσε ύστερα από μακρά πολιορκία την πόλη Ιωτάπατα και κατέλαβε τα επαναστατημένα κέντρα της Σαμάρειας και της Γαλιλαίας. Το 68 ο Βεσπασιανός κατέλαβε σχεδόν όλες τις περιοχές γύρω από την Ιερουσαλήμ, όπου εξακολουθούσε να μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα σε ζηλωτές και μετριοπαθείς. Τότε έφτασε η είδηση του θανάτου του Νέρωνα. Ο Βεσπασιανός ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας τον Ιούλιο του 69 και τη συνέχιση του πολέμου ανέλαβε ο γιος του Βεσπασιανού Τίτος, που πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ αφού προσπάθησε μάταια να καταλήξει σε κάποιον συμβιβασμό. Αφού κατάφεραν να περάσουν τα τείχη, οι Ρωμαίοι δέχτηκαν σοβαρές αντεπιθέσεις από μέρους των πολιορκημένων, τους οποίους απομόνωσαν τελείως κόβοντας κάθε επαφή με το εξωτερικό. Μολονότι οι πολιορκημένοι άρχισαν να πεθαίνουν από την πείνα κατά χιλιάδες, οι ζηλωτές αντιστάθηκαν όσο μπορούσαν. Τέλος, έπεσε το οχυρό Αντωνία που είχε κατασκευαστεί από τον Ηρώδη τον Μέγα και οι στρατιώτες του Τίτου, αφού μπήκαν στην πόλη, πολιόρκησαν τον ναό, τον οποίο κυρίευσαν το 70. Παρά τις αντίθετες διαταγές του Τίτου, ο Ναός πυρπολήθηκε και λεηλατήθηκε και η πόλη ισοπεδώθηκε και μετατράπηκε σε στρατόπεδο.
Η Ιουδαία, που λεγόταν και Συρία Παλαιστίνη, μετατράπηκε έτσι σε μια επαρχία την οποία κυβερνούσαν οι λεγάτοι, δηλαδή στρατιωτικοί διοικητές στους οποίους υπαγόταν ένας επίτροπος. Ύστερα από περίπου σαράντα χρόνια ηρεμίας, και η Παλαιστίνη ενεπλάκη στην ιουδαϊκή εξέγερση, που το 116 επεκτάθηκε από την Κυρήνη και από την Αλεξάνδρεια έως τη Συρία και τη Μεσοποταμία, και πιο άμεσα στην εξέγερση που ξέσπασε το 132 μετά την επίσκεψη του αυτοκράτορα Αδριανού και την απόφασή του να μετατρέψει την Ιερουσαλήμ σε πόλη ελληνιστικού τύπου με την ονομασία Αποικία Αιλία Καπιτωλίνα. Η εξέγερση είχε ηγέτη τον Σίμωνα Μπαρ Κοχεβά, στο τέλος, όμως, η Ιερουσαλήμ υποχώρησε. Οι Ρωμαίοι επικράτησαν και αφού δικάστηκαν οι υπεύθυνοι, δεκάδες χιλιάδες Εβραίοι εκτοπίστηκαν ή πουλήθηκαν σκλάβοι και απαγορεύτηκε σε κάθε Εβραίο να πατήσει το πόδι του στην καινούργια πόλη που ιδρύθηκε στα ερείπια της Ιερουσαλήμ.
Η αραβική κυριαρχία και η τουρκική εισβολή. Στη νέα διοικητική διαίρεση που έκανε ο Διοκλητιανός, η Παλαιστίνη αποτέλεσε μέρος της δεύτερης διοίκησης, η οποία ονομάστηκε της Ανατολής. Αργότερα διαιρέθηκε στην κατεξοχήν Παλαιστίνη (το κεντρικό τμήμα περίπου από την Καισάρεια έως τη Γάζα), στη σώτειρα Παλαιστίνη (το νότιο τμήμα), ενώ οι βόρειες ζώνες προσαρτήθηκαν στη Φοινίκη. Ενώ η Καισάρεια αποκτούσε σπουδαιότητα ως πρωτεύουσα της ρωμαϊκής Παλαιστίνης, ο Κωνσταντίνος, ο οποίος το 326 διέταξε την αποκατάσταση των τόπων της Σταύρωσης και της Ταφής του Χριστού, έκανε την Ιερουσαλήμ ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα της χριστιανοσύνης (με πολλούς ναούς) και τόπο προσκυνήματος. Η αναγέννηση της πόλης διακόπηκε ωστόσο το 614, όταν την κατέλαβαν οι Πέρσες, καταστρέφοντας ανάμεσα στα άλλα και τον ναό του Πανάγιου Τάφου. Λίγα χρόνια μετά την εκδίωξη των Περσών από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Ηράκλειο (629), ήρθε η σειρά των Αράβων, που κυρίευσαν την πόλη το 637, ύστερα από πολιορκία δύο ετών. Παρά τη θρησκευτική ανοχή που έδειξαν οι νέοι κατακτητές, η αραβική κατάκτηση είχε μεγάλη επίδραση, καθώς οδήγησε σε έναν προοδευτικό εξαραβισμό του πληθυσμού.
Η Παλαιστίνη κατελήφθη το 969 από τους Φατιμίδες που προέρχονταν από τη βόρεια Αφρική, οι οποίοι στο σύνολό τους εξακολούθησαν την πολιτική ανοχής προς τους χριστιανούς. Τελείως διαφορετική όμως υπήρξε η συμπεριφορά των Σελτζουκιδών που συμπλήρωσαν την κατάληψη της χώρας το 1076. Την εποχή εκείνη οι χριστιανοί ηγεμόνες της Δύσης άρχισαν τη σειρά των Σταυροφοριών· η πρώτη από αυτές (1096-99), της οποίας σύμφωνα με την παράδοση ηγείτο ο Γοδεφρείδος ντε Μπουγιόν, οδήγησε στη δημιουργία του λατινικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ που ανατράπηκε το 1187 από τα στρατεύματα του Σαλαδίνου. Ακολούθησε η δεύτερη (1147-49), την οποία κήρυξε ο Ευγένιος Γ’ με επακόλουθο τη λεηλασία των βυζαντινών επαρχιών, την επανακατάληψη από τους Τούρκους του πριγκιπάτου της Αντιόχειας και τη συντριβή του βασιλιά της Ιερουσαλήμ Γκι ντε Λουζινιάν. Η τρίτη (1189-92) ξεκίνησε με την κατάληψη της Άκρας. Η τέταρτη (1202-4), την οποία κήρυξε ο πάπας Ινοκέντιος Γ’ για την ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ, άλλαξε στόχο και επεδίωξε την κατάλυση της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. Στην πέμπτη (1217-21), που κήρυξε ο Ονώριος Γ’, επιχειρήθηκε χωρίς επιτυχία η ανάκτηση της Άκρας. Στην έκτη (1228-29) έγινε η παραχώρηση της Ιερουσαλήμ από τον σουλτάνο Μαλίκ αλ Καμίλ στον Φρειδερίκο Β’, όπου και στέφθηκε βασιλιάς στον ναό του Παναγίου Τάφου. Το 1244 η Ιερουσαλήμ ξανάπεσε στα χέρια των Τούρκων και δεν ανακτήθηκε πια. Δύο ακόμα Σταυροφορίες (1248-54 και 1270) έδωσαν στους Τούρκους (Μαμελούκους) τις Άκρα, Τύρο, Σιδώνα, Βηρυτό. Το 1291 οι Μαμελούκοι έδιωξαν τους χριστιανούς από το τελευταίο προπύργιό τους στην Παλαιστίνη, τον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, και το 1516 η χώρα κατελήφθη από τους Οθωμανούς.
Η γένεση και η ανάπτυξη του σιωνισμού. Η προσπάθεια ανακατάληψης της Παλαιστίνης που έγινε το 1799 από τον Ναπολέοντα απέτυχε χάρη στην αντίσταση των Βρετανών, που αντιτάχθηκαν επίσης στην αποστολή (1831) του κυβερνήτη της Αιγύπτου Μοχάμετ Άλι, αναγκάζοντάς τον να επιστρέψει τη χώρα στους Τούρκους (1840). Γύρω στα μέσα του 19ου αι. άρχισε να κυριεύει τους Εβραίους, υπό την πίεση του αντισημιτισμού που ήταν διαδεδομένος στην Ευρώπη, η ιδέα ότι ήταν ίσως ευκαιρία να μεταφερθούν στην Παλαιστίνη. Στη Βρετανία, στη Γαλλία και στη Ρωσία αναπτύχθηκαν πρωτοβουλίες για τον αποικισμό της Παλαιστίνης· στη Ρισόν Λε Σιών ιδρύθηκε η πρώτη αποικία μεταναστών οργανωμένη από την εταιρεία Φίλοι της Σιών (1885) του Ρωσοεβραίου Λέοντα Πίνσκερ. Παράλληλα με τις επεισοδιακές αυτές πρωτοβουλίες, εδραιωνόταν η σιωνιστική ιδεολογία η οποία, υπερασπίζοντας έναν πολιτικοκοινωνικό εβραϊκό εθνικισμό, αναζητούσε μια πατρίδα για το εβραϊκό έθνος. Το ιδανικό αυτό ενσαρκώθηκε στο πρόσωπο του Τέοντορ Χερτσλ (1860-1904) ο οποίος, παρά την αντίθεση σημαντικής μερίδας της διεθνούς εβραϊκής κοινότητας, προσπάθησε μάταια να πετύχει, μεταξύ 1898 και 1903, την οθωμανική άδεια να ιδρύσει στην Παλαιστίνη μια εθνική έδρα νόμιμα αναγνωρισμένη.
Μετά τον θάνατο του Χερτσλ νέες διαφωνίες εκδηλώθηκαν ανάμεσα στους λεγόμενους πολιτικούς σιωνιστές, που υποστήριζαν το άκαιρο της ανάληψης αποικιστικής δραστηριότητας πριν πετύχουν ακριβείς πολιτικές εγγυήσεις, και στους λεγόμενους πρακτικούς σιωνιστές, που στήριζαν το πρόγραμμά τους σε μια αργή διείσδυση στην Παλαιστίνη. Επικράτησε η δεύτερη άποψη και χάρη στη μεταφορά μικρών ομάδων ο εβραϊκός πληθυσμός στην Παλαιστίνη έφτασε το 1919 να αριθμεί περίπου 90.000 κατ.
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, προσπαθώντας να εξεγείρει τους Άραβες εναντίον της Τουρκίας, η βρετανική κυβέρνηση έδωσε στον εμίρη της Μέκκας, Χουσεΐν, υποσχέσεις ανεξαρτησίας που δεν καθόριζαν ρητά τη μελλοντική διευθέτηση της Παλαιστίνης. Ταυτόχρονα, μια ομάδα Εβραίων, ανάμεσα στους οποίους ο Χαΐμ Βάιτσμαν, προβλέποντας τη συμμαχική νίκη, είχε αρχίσει να διαπραγματεύεται για την εγκατάσταση στην Παλαιστίνη. Τα αιτήματα αυτά απορρίφθηκαν από τη ρωσική και τη γαλλική κυβέρνηση, αλλά στις 2 Νοεμβρίου 1917 ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Άρθουρ Μπάλφουρ έκανε την περίφημη διακήρυξη σύμφωνα με την οποία η Βρετανία ευνοούσε την ίδρυση στην Παλαιστίνη μιας εθνικής έδρας (Νational Ηome) για τον εβραϊκό λαό χωρίς προκαταλήψεις για τα πολιτικά και θρησκευτικά δικαιώματα των μη εβραϊκών κοινοτήτων που υπήρχαν στην Παλαιστίνη.
Η διακήρυξη του Μπάλφουρ και η βρετανική εντολή. Τον Απρίλιο του 1920 η διάσκεψη του Σαν Ρέμο αποφάσισε ότι η Παλαιστίνη έπρεπε να διοικείται από βρετανική εντολή και ότι στη συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία (που υπογράφηκε στη συνέχεια στις Σέβρες αλλά δεν επικυρώθηκε από το τουρκικό κοινοβούλιο) θα παρεμβαλλόταν η διακήρυξη Μπάλφουρ. Πριν όμως επικυρωθεί καν εντολή από την Κοινωνία των Εθνών (24 Ιουλίου 1922) ξέσπασαν στην Παλαιστίνη πυρκαγιές που έφεραν στο φως τις δυσκολίες συμβίωσης Αράβων και Εβραίων· οι τελευταίοι ερμήνευαν τη διακήρυξη Μπάλφουρ ως αναγνώριση του δικαιώματος να ιδρύσουν κράτος στην Παλαιστίνη, ενώ οι Άραβες διεκδικούσαν την κατοχή ενός εδάφους στο οποίο αντιπροσώπευαν το 90% του πληθυσμού. Μολονότι στα πρώτα χρόνια της βρετανικής εντολής το μεταναστευτικό ρεύμα υπήρξε μάλλον περιορισμένο, οι Εβραίοι πέτυχαν να εκμεταλλευτούν με ηλεκτρικούς σταθμούς τα νερά του Ιορδάνη και έδωσαν αξιοσημείωτη ώθηση στη γεωργία, ιδρύοντας μια σειρά από γεωργικές εγκαταστάσεις κολεκτιβιστικού ή συνεταιριστικού κυρίως χαρακτήρα (κιμπούτς και μοσάβ). Το 1928 και 1929 ξέσπασαν μεγάλες ταραχές ανάμεσα σε σιωνιστές και Παλαιστινίους οι οποίες έγιναν πιο σοβαρές από τη βρετανική αποικιακή παρουσία, αλλά μετά την άνοδο στην εξουσία του Χίτλερ το 1933 η εβραϊκή μετανάστευση ξανάγινε μαζική· συνολικά, από το 1919 έως το 1939 μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη περίπου 350.000 Εβραίοι και το ποσοστό τους στον πληθυσμό ανέβηκε στο 30%. Η ένταση που ακολούθησε είχε ως αποτέλεσμα έναν πραγματικό ανταρτοπόλεμο.
Μια βασιλική επιτροπή έρευνας με πρόεδρο τον λόρδο Πιλ παρουσίασε τον Ιούλιο του 1937 μια αναφορά η οποία, αφού σημείωνε το αδύνατο διατήρησης της εντολής, πρότεινε να χωριστεί η Παλαιστίνη σε δύο ανεξάρτητα κράτη, αραβικό και εβραϊκό, χωρισμένα από μια ζώνη, διοικούμενη από το Λονδίνο, η οποία θα περιλάμβανε την Ιερουσαλήμ και το λιμάνι της Γιάφας. Το σχέδιο αυτό δεν έγινε δεκτό ούτε από τους Άραβες ούτε από τους Εβραίους, και τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου πολέμου η Βρετανία περιόρισε δραστικά τα ποσοστά μετανάστευσης των Εβραίων και το δικαίωμά τους να αποκτήσουν εδάφη στην Παλαιστίνη. Οι σιωνιστές δημιούργησαν τότε μια κρυφή στρατιωτική οργάνωση, τη Χαγκανά, στην οποία πήραν μέρος ομάδες ανταρτών, ενώ οι Άραβες έμειναν ανοργάνωτοι. Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου οι σιωνιστικές στρατιωτικές δυνάμεις, που είχαν λάβει μέρος σε επιχειρήσεις εναντίον του γαλλικού καθεστώτος του Βισί, στη Συρία, άρχισαν ανταρτοπόλεμο και τρομοκρατικές ενέργειες κατά των βρετανικών αρχών.
Αφού απέτυχε κάθε σχέδιο διαμελισμού, η Βρετανία αποφάσισε (1947) να φέρει το πρόβλημα της Παλαιστίνης (όπου συνέχιζαν να εισρέουν παράνομα Εβραίοι πρόσφυγες) στα Ηνωμένα Έθνη. Ειδική επιτροπή που διορίστηκε από τη γενική συνέλευση μελέτησε από κοντά την κατάσταση και πρότεινε είτε τη δημιουργία δύο κρατών, αραβικού και εβραϊκού, ανεξάρτητων αλλά ενωμένων οικονομικά, είτε τη δημιουργία ενός ομόσπονδου κράτους. Εγκρίθηκε το πρώτο σχέδιο που προέβλεπε επίσης μια διεθνή ζώνη η οποία θα περιλάμβανε την Ιερουσαλήμ, υπό τον έλεγχο του ΟΗΕ.
Η δημιουργία του ανεξάρτητου κράτους. Η απόφαση του ΟΗΕ (29 Νοεμβρίου 1947), την οποία δέχτηκαν ευνοϊκά οι σιωνιστές, προκάλεσε την αντίδραση των Αράβων που άρχισαν να προετοιμάζονται για πόλεμο. Η κατάσταση οξύνθηκε τόσο πολύ που η Βρετανία, υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ, προσπάθησε να αντικαταστήσει το σχέδιο του διαμελισμού με μια προσωρινή κηδεμονία του ΟΗΕ. Την ίδια ημέρα της αποχώρησης των βρετανικών στρατευμάτων (14 Μαΐου 1948) η προσωρινή σιωνιστική κυβέρνηση που είχε εγκατασταθεί στην Παλαιστίνη με ηγέτη τον Δαβίδ Μπεν Γκουριόν ανακήρυξε την ίδρυση του κράτους του Ι., εναντίον του οποίου κινήθηκαν αμέσως τα αραβικά στρατεύματα, ενώ περίπου 750.000 Παλαιστίνιοι Άραβες εγκατέλειπαν τα σπίτια τους. Οι δυνάμεις του κράτους του Ι. (που αναγνωρίστηκε αμέσως τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από τη Σοβιετική Ένωση) αντιστάθηκαν στις αραβικές επιθέσεις, κερδίζοντας ακόμα περισσότερο έδαφος. Στις 20 Μαΐου 1948 ο κόμης Φόλκε Μπερναντότε, πρόεδρος του Σουηδικού Ερυθρού Σταυρού, διορίστηκε μεσολαβητής των Ηνωμένων Εθνών στην Παλαιστίνη. Κατόρθωσε να πετύχει σύντομες εκεχειρίες, αλλά μετά τη δολοφονία του (17 Σεπτεμβρίου) οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν σφοδρότερες. Η δυτική όχθη του Ιορδάνη κατελήφθη από την Αραβική Λεγεώνα του βασιλιά της Υπεριορδανίας Αμπντουλάχ, ενώ η Αίγυπτος καταλάμβανε τη Λωρίδα της Γάζας. Στις 7 Ιανουαρίου 1949 έγινε ανακωχή, την οποία ακολούθησε εκεχειρία του Ι. με όλες τις εμπόλεμες χώρες, με εξαίρεση το Ιράκ. Συγκεκριμένα, στις 24 Φεβρουαρίου έγινε ανακωχή με την Αίγυπτο, στις 23 Μαρτίου με τον Λίβανο, στις 3 Απριλίου με την Ιορδανία και στις 20 Ιουλίου με τη Συρία. Άραβες και Εβραίοι αρνήθηκαν την πρόταση του ΟΗΕ για διεθνοποίηση της Ιερουσαλήμ και η πόλη παρέμεινε διαιρεμένη σε δύο τμήματα. Το ίδιο έτος ο Χαΐμ Βάιτσμαν εξελέγη πρώτος πρόεδρος του κράτους του Ι.
Οι αραβοϊσραηλινές συρράξεις. Η εκεχειρία παραβιάστηκε επανειλημμένα στα σύνορα με τη Συρία και την Ιορδανία. Οι δύο χώρες ήταν αντίθετες στα αρδευτικά έργα τα οποία είχε αναλάβει το Ι. Συγκρούσεις σημειώθηκαν επίσης στη λιβανική και στην αιγυπτιακή μεθόριο. Ένα σχέδιο ειρήνης που προτάθηκε το 1955 από τις ΗΠΑ δεν έγινε δεκτό από την Αίγυπτο, ενώ το Ι. αρνήθηκε ένα αντίστοιχο βρετανικό σχέδιο προς όφελος των προσφύγων Αράβων. Το 1956 το Ι. κατέλαβε το έδαφος του Σινά έως τη διώρυγα του Σουέζ. Οι γαλλοβρετανικές δυνάμεις επενέβησαν με τη σειρά τους, με την πρόφαση να συμβιβάσουν τους αντιμαχόμενους, αλλά οι πιέσεις των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης ανάγκασαν τους εισβολείς να υποχωρήσουν. Κατά μήκος των γραμμών της εκεχειρίας εστάλη ένα απόσπασμα δυνάμεων του ΟΗΕ και για δέκα χρόνια οι θέσεις έμειναν αναλλοίωτες, ενώ η αύξηση της ανταγωνιστικότητας ανάμεσα στους Άραβες επέτρεπε στο Ι. να ασχοληθεί με την ανάπτυξή του και με την οικονομική διείσδυση προπάντων στις αφρικανικές χώρες.
Τον Νοέμβριο του 1966, ύστερα από πολλά χρόνια έντασης, η Αίγυπτος σύναψε συνθήκη αμοιβαίας στρατιωτικής βοήθειας με τη Συρία, που φιλοξενούσε και υποστήριζε Παλαιστίνιους αντάρτες. Τα ισραηλινά αντίποινα εναντίον των επιχειρήσεων που διεξήγαγαν οι τελευταίοι αυτοί έφτασαν στο αποκορύφωμά τους τον Απρίλιο του 1967 με μια εναέρια επιδρομή εναντίον της Δαμασκού. Ο Αιγύπτιος πρόεδρος αναγκάστηκε να πραγματοποιήσει μια θεαματική χειρονομία αλληλεγγύης προς τη Συρία και ζήτησε από τον ΟΗΕ να αποσύρει το απόσπασμά του στο Σινά, που εξασφάλιζε την είσοδο στον κόλπο της Άκαμπα των πλοίων του Ι. ή των πλοίων που κατευθύνονταν προς το Ι. Η αναχώρηση των δυνάμεων του ΟΗΕ ακολουθήθηκε από την αντικατάστασή τους με αιγυπτιακά στρατεύματα και με το κλείσιμο του στενού Τιράν στην ισραηλινή ναυσιπλοΐα. Το Ι. κατάλαβε την απειλή και, μετά τη συμμαχία της Ιορδανίας με την Αίγυπτο (30 Μαΐου 1967), εξαπέλυσε στις 5 Ιουνίου προληπτικό πόλεμο εναντίον της Αιγύπτου και της Συρίας. Και η Ιορδανία, όμως, παρασυρμένη από το πάθος του πολέμου που είχε καταλάβει τους Άραβες, πήρε μέρος στη σύρραξη. Ακολούθησε ένας πόλεμος σε τρία μέτωπα. Αλλά από το πρωί κιόλας της πρώτης ημέρας το Ι. εξασφάλισε τη νίκη καταστρέφοντας σχεδόν όλη την αιγυπτιακή αεροπορία. Στις 10 Ιουνίου Άραβες και Ισραηλινοί δέχτηκαν την ανακωχή που επέβαλε ο ΟΗΕ. Μέσα σε λίγες ημέρες τα στρατεύματα του Ι. είχαν καταλάβει τα υψώματα του Γκολάν, παίρνοντάς τα από τους Σύρους, την Εντεύθεν Ιορδανία, τη Γάζα και το αιγυπτιακό έδαφος στα ανατολικά της διώρυγας του Σουέζ. Στο πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε στον αραβικό κόσμο από την ήττα του 1967 παρεμβλήθηκε η παλαιστινιακή αντίσταση. Οι επιχειρήσεις των Παλαιστινίων έπαιξαν κάποιο ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων έως τον Αύγουστο του 1970, όταν η διπλωματική επέμβαση των ΗΠΑ οδήγησε σε ένα πάγωμα της έντασης που Αιγύπτιοι και Ισραηλινοί τροφοδοτούσαν με τις στρατιωτικές πρωτοβουλίες τους στη ζώνη της Διώρυγας. Το 1970 η αραβοϊσραηλινή σύρραξη φαινόταν να έχει βρει μια επισφαλή σταθεροποίηση· η κυβέρνηση της Γκόλντα Μέιρ, πρωθυπουργού του Ι. μετά τον θάνατο του Έσκολ, φαινόταν τώρα ότι ήταν σε θέση να ελέγξει τις αρνητικές πλευρές των κατακτήσεων του 1967 (η αναλογική σχέση, π.χ., ανάμεσα σε Άραβες και Εβραίους στο εσωτερικό του κράτους είχε γίνει, από ένα προς δέκα, ένα προς τρία). Η παλαιστινιακή εσωτερική αντίσταση περνούσε κρίση, ενώ η ανάπτυξη της χώρας δεχόταν νέα ώθηση από τη διάθεση καινούργιων εδαφών και εργατικών χεριών.
Έξω από το Ι. οι Παλαιστίνιοι, οι οποίοι είχαν καταφύγει στην Ιορδανία το 1970-71, διατηρούσαν κάποια δύναμη μονάχα στον Λίβανο. Ακόμα και η όλο και μεγαλύτερη σοβιετική στρατιωτική διείσδυση στην Αίγυπτο (συνθήκη του 1971) και στη Συρία φαινόταν, υπό το φως των σχέσεων μεταξύ Μόσχας και Ουάσινγκτον, περισσότερο ως εγγύηση ειρήνης παρά ως απειλή πολέμου. Ωστόσο, τον Οκτώβριο του 1973 ξέσπασε ο μάλλον αναπάντεχος τέταρτος Αραβοϊσραηλινός πόλεμος (πόλεμος του Γιομ Κιπούρ). Αίγυπτος και Συρία επιτέθηκαν ταυτόχρονα εναντίον του Ι. Την πρώτη εβδομάδα οι Άραβες σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες, αλλά στη συνέχεια οι Ισραηλινοί αντεπιτέθηκαν. Όταν η ανακωχή, που ζητήθηκε από τον ΟΗΕ, έγινε δεκτή και από τις δύο πλευρές, η συνολική εδαφική πλάστιγγα έγερνε προς το μέρος της Ιερουσαλήμ, η οποία είχε καταφέρει να καταλάβει μέρος της δυτικής όχθης της Διώρυγας. Αντίθετα από τον πόλεμο του 1967, ο πόλεμος του 1973 άνοιξε τον δρόμο για ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, που άρχισαν στη Γενεύη (με απουσία της Συρίας, του Λιβάνου και των παλαιστινιακών κινημάτων, ενώ παρευρίσκονταν η Αίγυπτος και η Ιορδανία) τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, αφού δημιουργήθηκε κρίση στην παγκόσμια οικονομία με το εμπάργκο του πετρελαίου, που επέβαλαν οι Άραβες για τις χώρες που πρόσκεινταν φιλικά στο Ι., και την αύξηση της τιμής του αργού πετρελαίου. Στο Ι. η σύρραξη ευνόησε μια μετακίνηση του πολιτικού άξονα προς τα δεξιά: αυτό ήταν το αποτέλεσμα των εκλογών που έγιναν στις 31 Δεκεμβρίου. Τα εκλογικά αποτελέσματα και η πολεμική για τις στρατιωτικές και πολιτικές ευθύνες που ασκήθηκε κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων, επίσημων και μη, που αφορούσαν τον πόλεμο είχαν ως αποτέλεσμα να πέσει η κυβέρνηση της Γκόλντα Μέιρ, τον Μάρτιο του 1974. Μετά την παραίτηση της Μέιρ (10 Απριλίου), η κυβερνητική ηγεσία δόθηκε στον πρώην στρατηγό Ράμπιν, αρχηγό του γενικού επιτελείου κατά τον πόλεμο του 1967. Τον Μάρτιο του 1974 άρχισε ένας πόλεμος θέσης στο μέτωπο με τη Συρία, σύρραξη που σταμάτησε τον Μάιο του 1974 χάρη στην αμερικανική μεσολάβηση. Η μεσολάβηση αυτή είχε οδηγήσει στην αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων και σε σχετική υποχώρησή τους, αρχικά λίγα χιλιόμετρα από τη Διώρυγα του Σουέζ και ύστερα (φθινόπωρο 1975) στη γραμμή των περασμάτων Μίλτα και Γκάντι στο Σινά, απ’ όπου αποχώρησαν οριστικά στις 21 Φεβρουαρίου 1976. Τον Ιούνιο του 1977 πραγματοποιήθηκαν γενικές εκλογές. Πρωθυπουργός αναδείχτηκε ο ηγέτης της δεξιάς Μεναχέμ Μπεγκίν.
Με τη Συρία δεν πραγματοποιήθηκε διάλογος, καθώς η αποστολή των Κυανοκράνων στο Γκολάν ελέγχεται απευθείας από τον ΟΗΕ. Η προσπάθεια του Ι. να προχωρήσει σε χωριστή συνθήκη ειρήνης με την Ιορδανία (Φεβρουάριος 1976) απορρίφθηκε με τη δικαιολογία ότι κάθε προσέγγιση θα έπρεπε να γίνει μέσω της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Δεν συνέβη, όμως, το ίδιο και με την Αίγυπτο που ανέλαβε μια θεαματική πρωτοβουλία με το Ι. Ο ίδιος ο πρόεδρος Σαντάτ επισκέφθηκε το Ι., συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό Μεναχέμ Μπεγκίν και εμφανίστηκε στην ισραηλινή βουλή (Κνεσέτ) στις 20 Νοεμβρίου 1977.
Οι ξεχωριστές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Αιγύπτου και Ι. προκάλεσαν τις οργισμένες αντιδράσεις των λεγόμενων σκληρών αραβικών κρατών, αλλά ευνοήθηκαν ιδιαίτερα από τον Αμερικανό πρόεδρο Κάρτερ, ο οποίος ανέλαβε μάλιστα έντονη μεσολαβητική προσπάθεια για τον σκοπό αυτό. Έτσι, την ίδια στιγμή που στις διάφορες αραβικές πρωτεύουσες οργανώνονταν διαδηλώσεις εναντίον της προδοσίας του Σαντάτ και στη Βαγδάτη αντιπρόσωποι του αραβικού κόσμου τον δίκαζαν για τις παραχωρήσεις του προς το Ι., στις 18 Σεπτεμβρίου 1978 υπογράφηκε στο Καμπ Ντέιβιντ (ΗΠΑ) μια συμφωνία-πλαίσιο μεταξύ Αιγύπτου και Ι., η οποία, μεταξύ άλλων, προέβλεπε τα εξής: 1) Η Αίγυπτος, το Ι., η Ιορδανία και οι Παλαιστίνιοι έπρεπε να μετάσχουν σε διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Παλαιστινιακού σε μεταβατική περίοδο πέντε ετών. 2) Η Αίγυπτος, το Ι. και η Ιορδανία θα έπρεπε να συμφωνήσουν επί των διατάξεων για την καθιέρωση των αρχών αυτοδιοίκησης που θα εκλέγονταν στη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη και στη Γάζα. Στο πλαίσιο αυτό προβλεπόταν και η αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων και η αναδίπλωση των ισραηλινών δυνάμεων. 3) Η μεταβατική περίοδος θα άρχιζε από την εγκατάσταση της αρχής αυτοδιοίκησης και για τα επόμενα τρία χρόνια. Κατά την περίοδο αυτή θα διεξάγονταν διαπραγματεύσεις για τον προσδιορισμό του οριστικού καθεστώτος της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη και της Γάζας. 4) Θα έπρεπε να ληφθούν μέτρα για την κατοχύρωση της ασφάλειας του Ι. και των γειτόνων του κατά τη μεταβατική περίοδο, κατά την οποία μια επιτροπή θα φρόντιζε για τον τρόπο εισόδου των μετατοπισθέντων.
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1978 απονεμήθηκε στον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μ. Μπεγκίν και στον Αιγύπτιο πρόεδρο Σαντάτ το βραβείο Νόμπελ για την ειρήνη.
Τον Φεβρουάριο του 1980 η Αίγυπτος ήταν η πρώτη αραβική χώρα που αναγνώρισε διπλωματικά το Ι. Η αποχώρηση του Ι. από τη χερσόνησο του Σινά, με βάση τη συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ, ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 1982. Ωστόσο, η ανακήρυξη, το 1980, της Ιερουσαλήμ ως αιώνιας και αδιαίρετης πρωτεύουσας του Ι. και η επίσημη προσάρτηση από το Ι. των υψωμάτων του Γκολάν, το 1981, ανέτρεψαν τελείως την προοπτική για παλαιστινιακή αυτονομία, σύμφωνα με τους όρους της ίδιας συμφωνίας.
Τον Ιούνιο του 1982 το Ι. εισέβαλε με μεγάλες δυνάμεις στον Λίβανο και έπειτα από σκληρές συγκρούσεις με τους Παλαιστινίους και τους Λιβανέζους συμμάχους τους, περικύκλωσε στη δυτική Βηρυτό περισσότερους από έξι χιλιάδες μαχητές της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ). Ύστερα από πολιορκία τριών μηνών και άγριους βομβαρδισμούς από τις ισραηλινές δυνάμεις, περίπου 15.000 Παλαιστίνιοι εγκατέλειψαν τη Βηρυτό και μετοίκισαν σε διάφορες αραβικές χώρες. Τον Σεπτέμβριο δυνάμεις των Λιβανέζων Φαλαγγιτών εισέβαλαν σε δύο παλαιστινιακά στρατόπεδα της Βηρυτού, τη Σάμπρα και τη Σατίλα, και σκότωσαν εκατοντάδες αμάχους με την ανοχή των ισραηλινών δυνάμεων. Ο στρατηγός Αριέλ Σαρόν, επικεφαλής της εισβολής στον Λίβανο, υποχρεώθηκε μετά από αυτό το γεγονός να παραιτηθεί από υπουργός Άμυνας. Έπειτα από ανεπιτυχείς προσπάθειες να διευθετηθεί το ζήτημα του Λιβάνου, το Ι. συνέχισε να κατέχει μια λωρίδα στον νότιο Λίβανο, ενώ η Συρία διατήρησε 30.000 άντρες στη χώρα ως συμβολή στην ασφάλειά της.
Το κύρος της ισραηλινής κυβέρνησης υπέστη σοβαρό πλήγμα από τις σφαγές στη Βηρυτό και, τον Αύγουστο του 1983, ο Γιτζάκ Σαμίρ διαδέχθηκε τον Μπεγκίν ως πρωθυπουργός. Μετά τις εκλογές του 1984 καμία από τις δύο μεγάλες παρατάξεις δεν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού και ο Σιμόν Πέρες ανέλαβε τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Η ισραηλινή κυβέρνηση εγκατέλειψε το 1985 τη λωρίδα που κατείχε στον νότιο Λίβανο, αφού προηγουμένως την εμπιστεύθηκε στον ελεγχόμενο από την ίδια Στρατό του νοτίου Λιβάνου. Η κατοχή αυτών των εδαφών οδήγησε σε αύξηση των επιθέσεων εναντίον του Ι. από εδάφη του Λιβάνου και σε αντίποινα των Ισραηλινών με βομβαρδισμούς στον Λίβανο.
Από το 1984 και μετά σημειώθηκαν πολλές προσπάθειες για να βρεθεί μια λύση στο παλαιστινιακό ζήτημα, οι οποίες προσέκρουαν πάντοτε στην κατηγορηματική άρνηση του Ι. να αναγνωρίσει την ΟΑΠ, την οποία θεωρούσε τρομοκρατική οργάνωση. Τον Δεκέμβριο του 1987 οι διαδηλώσεις και οι συγκρούσεις με τις ισραηλινές δυνάμεις κατοχής εντάθηκαν στη Λωρίδα της Γάζας και στη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη. Η εξέγερση του άοπλου πληθυσμού, κυρίως νεαρών Παλαιστινίων, γενικεύτηκε και έγινε γνωστή διεθνώς ως ιντιφάντα, ενώ η άγρια καταστολή που εφάρμοσαν οι ισραηλινές δυνάμεις προκάλεσε την παγκόσμια κατακραυγή.
Το 1988 ο βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας αποποιήθηκε την ευθύνη για τη διοίκηση της Δυτικής Όχθης του Ιορδάνη, αρνούμενος να λειτουργεί ως εκπρόσωπος των Παλαιστινίων σε οποιαδήποτε διεθνή διάσκεψη. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου η ΟΑΠ ανακήρυξε, συμβολικά βέβαια, το ανεξάρτητο Παλαιστινιακό Κράτος και υιοθέτησε την απόφαση 242 του ΟΗΕ, ουσιαστικά δηλαδή αναγνώρισε έμμεσα το Ι. Ο Παλαιστίνιος ηγέτης Γιάσερ Αραφάτ παρουσίασε τις προτάσεις του για σύγκληση διεθνούς διάσκεψης υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και λύση του Παλαιστινιακού με βάση τις αποφάσεις του ΟΗΕ.
Στις εκλογές του 1988 σημειώθηκε το ίδιο αδιέξοδο, με αποτέλεσμα να σχηματιστεί πάλι κυβέρνηση εθνικής ενότητας με επικεφαλής τον Γιτζάκ Σαμίρ και αντιπρόεδρο τον Σιμόν Πέρες του Εργατικού Κόμματος.
Η εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ, τον Αύγουστο του 1990, οδήγησε σε εντυπωσιακή βελτίωση των σχέσεων του Ι. με τις ΗΠΑ, που είχαν διαταραχθεί από την απόφαση του Τζορτζ Μπους να μη χορηγήσει δάνειο 400 εκατ. δολ. στο Ι. Οι επιθέσεις στο Ι. από την πλευρά του Ιράκ με τους πυραύλους Σκουντ, τον Ιανουάριο του 1991, απείλησαν προς στιγμή την ενότητα της πολυεθνικής συμμαχίας, που σχηματίστηκε για την εκδίωξη του Ιράκ από το Κουβέιτ, αλλά η εγκατάσταση στο Ι. αμερικανικών αντιαεροπορικών συστημάτων απέτρεψε την άμεση ισραηλινή απάντηση.
Μετά τον πόλεμο του Κόλπου, οι έντονες προσπάθειες του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Τζέιμς Μπέικερ οδήγησαν στη συμφωνία για τη σύγκληση μιας ειρηνευτικής διάσκεψης. Έπειτα από μια σύνοδο στη Μαδρίτη, τον Οκτώβριο του 1991, άρχισαν διαπραγματεύσεις για ένα σύνολο προβλημάτων που συνδέονται άμεσα με το Παλαιστινιακό. Ωστόσο, η άρνηση της ισραηλινής κυβέρνησης να σταματήσει την κατασκευή νέων οικισμών στα κατεχόμενα εδάφη εμπόδιζε οποιαδήποτε πρόοδο στις διαπραγματεύσεις. Τα διαδικαστικά κυρίως ζητήματα απασχόλησαν τις αντιπροσωπείες του Ι. και των αραβικών χωρών, μαζί και των Παλαιστινίων, αλλά μέχρι τα μέσα του 1992 δεν είχε σημειωθεί καμία πρόοδος.
Στις εκλογές του Ιουνίου του 1992 το Εργατικό Κόμμα συγκέντρωσε πλειοψηφία στην ισραηλινή βουλή και ο ηγέτης του Γιτζάκ Ράμπιν, σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού, τόσο με μικρότερα προοδευτικά κόμματα όσο και με ένα ακραίο ορθόδοξο εβραϊκό κόμμα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριξαν τη νέα κυβέρνηση, παραχωρώντας της νέα δάνεια, και οι διαπραγματεύσεις για το Μεσανατολικό επαναλήφθηκαν.
Παρά τις έντονες διπλωματικές προσπάθειες, οι βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα στους Παλαιστινίους διαδηλωτές και στις ισραηλινές δυνάμεις ασφαλείας συνεχίστηκαν αυτή την περίοδο. Στα τέλη του 1992 πάνω από χίλιοι Παλαιστίνιοι είχαν σκοτωθεί από την έναρξη της ιντιφάντα, ενώ χιλιάδες ήταν οι τραυματίες. Έπειτα από νέα βίαια επεισόδια στα Κατεχόμενα, καθώς και την εκδίωξη εκατοντάδων Παλαιστινίων ισλαμιστών στον Λίβανο, η ένταση ανάμεσα στο Ι. και στους Παλαιστινίους κορυφώθηκε στα μέσα του 1993 και το Ι. προχώρησε στον πλήρη αποκλεισμό όλων των κατεχόμενων εδαφών.
Τον Ιούλιο του 1993 οι ισραηλινές δυνάμεις πραγματοποίησαν τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις βομβαρδισμού στον Λίβανο από το 1982 ως αντίποινα στις επιθέσεις της λιβανέζικης οργάνωσης Χεζμπολάχ στο βόρειο Ι. Ξαφνικά, όμως, και ενώ είχε ξεκινήσει ο ενδέκατος γύρος των διαπραγματεύσεων στην Ουάσινγκτον, στα τέλη Αυγούστου του 1993, ανακοινώθηκε η μεγάλη συμφωνία ανάμεσα στο Ι. και στην ΟΑΠ, η οποία κορυφώθηκε με την υπογραφή, στις 13 Σεπτεμβρίου, μιας διακήρυξης αρχών για την παλαιστινιακή αυτονομία στα κατεχόμενα εδάφη. Η συμφωνία, η οποία προέβλεπε αμοιβαία αναγνώριση του Ι. και της ΟΑΠ, είχε προετοιμαστεί μυστικά στη Νορβηγία. Η διακήρυξη αρχών καθόριζε ένα λεπτομερές χρονοδιάγραμμα για την αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από τα κατεχόμενα εδάφη και τόνιζε ότι η οριστική διευθέτηση του Παλαιστινιακού θα έχει επιτευχθεί στα τέλη του 1998. Η συμφωνία αυτή, μολονότι αποτέλεσε ιστορικό βήμα για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή, συνάντησε σφοδρή αντίθεση από όλα τα κόμματα και τις οργανώσεις της Δεξιάς στο Ι. Ταυτόχρονα, σημαντικά στελέχη και οργανώσεις μέσα στο παλαιστινιακό κίνημα κατήγγειλαν τη συμφωνία ως προδοσία. Η Ιορδανία δέχτηκε ευνοϊκά τη συμφωνία και άρχισε άμεσες διαπραγματεύσεις με το Ι., ενώ η Συρία και ο Λίβανος, η κυβέρνηση του οποίου βρισκόταν υπό την επιρροή της, αρνήθηκαν να την αποδεχθούν.
Στα τέλη του 1993 οι Παλαιστίνιοι άρχισαν επίπονες διαπραγματεύσεις με την ισραηλινή κυβέρνηση για τον προσδιορισμό της διαδικασίας εφαρμογής της συμφωνίας. Το χρονοδιάγραμμα που προέβλεπε η συμφωνία δεν τηρήθηκε, κυρίως λόγω των καθυστερήσεων και των επιφυλάξεων του Ι. για τα σημεία της συμφωνίας που σχετίζονταν με θέματα ασφαλείας, μολονότι οι Ηνωμένες Πολιτείες με τη διπλωματία τους, καθώς και η Αίγυπτος, συνέβαλαν ουσιαστικά στην υπέρβαση πολλών εμποδίων.
Τελικά, τον Μάιο του 1994 στο Κάιρο της Αιγύπτου, οι δύο πλευρές υπέγραψαν μια συμφωνία, με την οποία προσδιορίστηκε η παλαιστινιακή αυτονομία για τη Λωρίδα της Γάζας και την πόλη της Ιεριχούς. Η Παλαιστινιακή Εθνική Αρχή θα αναλάμβανε τη διοίκηση στις περιοχές αυτές, ενώ το Ι. θα διατηρούσε τον έλεγχο στα θέματα ασφαλείας και εξωτερικών υποθέσεων. Στις 13 Μαΐου ολοκληρώθηκε η αποχώρηση των στρατευμάτων του Ι. από τη Γάζα και την Ιεριχώ και την 1η Ιουλίου του 1994 ο Γιάσερ Αραφάτ επέστρεψε στην πόλη της Γάζας, συνεχίζοντας τις διαπραγματεύσεις με το Ι. για την επέκταση της παλαιστινιακής αυτονομίας και την αναδίπλωση των ισραηλινών δυνάμεων στη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη.
Ένας από τους λόγους για τους οποίους οι διαπραγματεύσεις δεν προχωρούσαν με γοργό ρυθμό είναι το γεγονός ότι το Ι. δεν σταμάτησε να ενθαρρύνει την ίδρυση νέων εβραϊκών οικισμών στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη, κάτι το οποίο οι Παλαιστίνιοι θεωρούν ως καταστρατήγηση των συμφωνιών. Τον Οκτώβριο του 1994 η οργάνωση Χαμάς των ισλαμιστών ξεκίνησε μια εκστρατεία βομβιστικών επιθέσεων σε πόλεις του Ι., με αποτέλεσμα να αποκλειστούν και πάλι τα κατεχόμενα και η Λωρίδα της Γάζας για μεγάλο διάστημα.
Στις αρχές του 1995 οι ισλαμιστές πραγματοποίησαν στο Ι. τις πιο πολύνεκρες βομβιστικές επιθέσεις τους. Μόνο σε ένα περιστατικό έκρηξης βόμβας σε λεωφορείο σκοτώθηκαν 21 Εβραίοι και τραυματίστηκαν 60. Το αποτέλεσμα ήταν αρκετοί Ισραηλινοί πολίτες οι οποίοι ευνοούσαν την ειρηνευτική διαδικασία να στραφούν εναντίον της.
Ενώ ο Γιτζάκ Ράμπιν, ο Σιμόν Πέρες και ο Γιάσερ Αραφάτ τιμήθηκαν τον Δεκέμβριο του 1994 με το Νόμπελ ειρήνης, οι νεκροί από τις συγκρούσεις, τις βομβιστικές επιθέσεις ή την καταστολή των δυνάμεων ασφαλείας συνέχισαν να προστίθενται στους νεκρούς της ιντιφάντα. Οι δύο πλευρές ωστόσο συνέχισαν τις διαπραγματεύσεις και τον Οκτώβριο του 1995 η συμφωνία για την παλαιστινιακή αυτονομία υπερψηφίστηκε και από την ισραηλινή βουλή.
Τον επόμενο μήνα, όμως, η ειρηνευτική διαδικασία δέχτηκε ένα ισχυρό πλήγμα: ένας φανατικός Εβραίος, ο Γιγκάλ Αμίρ, δολοφόνησε τον πρωθυπουργό Ράμπιν, λίγα λεπτά μετά την ομιλία που εκφώνησε σε μεγάλη συγκέντρωση υπέρ της ειρήνης στο Τελ Αβίβ. Ο Σιμόν Πέρες ανέλαβε πρωθυπουργός και επιβεβαίωσε τη δέσμευσή του στην ειρηνευτική διαδικασία, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες Ισραηλινοί πολίτες συμμετείχαν στην κηδεία του Ράμπιν, συγκλονισμένοι από το γεγονός ότι ο Ισραηλινός πρωθυπουργός δολοφονήθηκε από Εβραίο τρομοκράτη και όχι από Παλαιστίνιο. Στο τέλος του χρόνου η Παλαιστινιακή Αρχή ανέλαβε τον έλεγχο των πόλεων Τζενίν, Ναμπλούς, Βηθλεέμ και Ραμάλα, στο πλαίσιο της συμφωνίας με το Ι., ενώ άρχισαν στις ΗΠΑ οι διαπραγματεύσεις ειρήνης ανάμεσα στο Ι. και στη Συρία.
Στις αρχές του 1996 οι βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας των ισλαμιστών συγκλόνισαν το Ι. προκαλώντας τον θάνατο δεκάδων πολιτών. Ισραηλινά στρατεύματα εισέβαλαν στις παλαιστινιακές περιοχές και δολοφόνησαν τον Γιαχγιά Αγιάς, φερόμενο ως σχεδιαστή των βομβιστικών επιθέσεων αυτοκτονίας των δύο προηγούμενων ετών. Η Χαμάς αντέδρασε με νέο κύμα ανάλογων επιθέσεων, που προκάλεσε δεκάδες θανάτους και τραυματισμούς. Ο Πέρες διέταξε το κλείσιμο των συνόρων του Ι. με τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας, απαιτώντας από τον Αραφάτ να συλλάβει τους υπευθύνους. Πράγματι, οι παλαιστινιακές αρχές συνέλαβαν εκατοντάδες εξτρεμιστές. Παράλληλα, τον Απρίλιο οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις αντεπιτέθηκαν στους Χεζμπολάχ, που εξαπέλυαν επιθέσεις με ρουκέτες από τον νότιο Λίβανο κατά στόχων στο βόρειο Ι., με αποτέλεσμα δύο εβδομάδες εχθροπραξιών που προκάλεσαν τον θάνατο εκατοντάδων αμάχων Λιβανέζων και τη διεθνή καταδίκη. Στην πόλη Κανά πάνω από 100 άμαχοι σκοτώθηκαν από ισραηλινές βόμβες σε κτίριο του ΟΗΕ.
Ωστόσο, ο Πέρες δεν κατάφερε να διασώσει τη δημοτικότητά του και έχασε τις εκλογές του Μαΐου με διαφορά μικρότερη από μία εκατοστιαία μονάδα. Η ισραηλινή Δεξιά, ενισχυμένη από το κλίμα ανασφάλειας που δημιούργησαν οι βόμβες των ισλαμιστών, κέρδισε τις εκλογές στην Κνεσέτ, ενώ αναδείχθηκε πρωθυπουργός στην ξεχωριστή εκλογική αναμέτρηση ο ηγέτης του Λικούντ, Βενιαμίν Νετανιάχου. Το σύστημα για άμεση εκλογή του πρωθυπουργού από το εκλογικό σώμα εφαρμόστηκε για πρώτη φορά.
Η νέα κυβέρνηση, που σχηματίστηκε με τη συμμετοχή και των ακραίων ορθόδοξων θρησκευτικών κομμάτων του Ι., εκδήλωσε από την πρώτη στιγμή την πρόθεσή της να αμφισβητήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τις συμφωνίες που υπέγραψε η προηγούμενη κυβέρνηση και να καθυστερήσει την εφαρμογή του χρονοδιαγράμματος για την αποχώρηση των Ισραηλινών από τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1996 η κυβέρνηση του Νετανιάχου αποφάσισε τη διάνοιξη νέας εισόδου σε μια αρχαία σήραγγα, κάτω από την περιοχή των ιερών μνημείων των μουσουλμάνων, στο κέντρο της Ιερουσαλήμ. Στις διαδηλώσεις που ακολούθησαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αμφισβήτηση του αραβικού χαρακτήρα της ανατολικής Ιερουσαλήμ και των δικαιωμάτων που έχουν σε αυτήν οι Παλαιστίνιοι, οι ισραηλινές δυνάμεις σκότωσαν πάνω από 60 Παλαιστινίους, ενώ για πρώτη φορά η αστυνομία των Παλαιστινίων χρησιμοποίησε τα όπλα της εναντίον του ισραηλινού στρατού, με αποτέλεσμα τον θάνατο 15 Ισραηλινών στρατιωτών. Ο πρόεδρος Κλίντον έσπευσε να διασώσει την ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή, καλώντας στην Ουάσινγκτον τον Ισραηλινό πρωθυπουργό και τον Παλαιστίνιο ηγέτη Γιάσερ Αραφάτ. Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές ξανάρχισαν, χωρίς όμως να διαφαίνεται οποιαδήποτε διάθεση της ισραηλινής πλευράς να εφαρμόσει όσα συμφωνήθηκαν ανάμεσα στους Παλαιστινίους και στην προηγούμενη ισραηλινή κυβέρνηση των Ράμπιν-Πέρες. Ο Νετανιάχου απέρριψε κάθε διαπραγμάτευση για το μέλλον της Ιερουσαλήμ και τη δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτος. Επίσης, απέσυρε την απαγόρευση της προηγούμενης κυβέρνησης για τη δημιουργία νέων εβραϊκών οικισμών στη Δυτική Όχθη.
Τον Ιανουάριο του 1997 υπογράφηκε συμφωνία για την απόσυρση των ισραηλινών στρατευμάτων από τη Χεβρώνα, σύμφωνα με τη συμφωνία του Όσλο. Αλλά η απόφαση για τη δημιουργία νέου εβραϊκού οικισμού στην κατεχόμενη ανατολική Ιερουσαλήμ προκάλεσε νέα ένταση με διαδηλώσεις και βομβιστικές επιθέσεις. Τον Απρίλιο η ισραηλινή αστυνομία πρότεινε τη σύλληψη του Νετανιάχου για διαφθορά σε σχέση με τον διορισμό ενός εισαγγελέα, υπόθεση που έληξε τελικά με την αποπομπή του υπουργού Δικαιοσύνης.
Μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων έδωσε την αφορμή για καθυστέρηση της εφαρμογής της ειρηνευτικής συμφωνίας, αλλά το υπουργικό συμβούλιο δέχτηκε τον Δεκέμβριο να ξεκινήσει μια νέα φάση απόσυρσης των Ισραηλινών από τη Δυτική Όχθη. Ο Νετανιάχου εκδήλωσε την πρόθεση να προσφέρει στους Παλαιστινίους τον πλήρη έλεγχο στις περιοχές που ήταν υπό κοινό έλεγχο και επιπλέον 6-8% των εδαφών στα οποία το Ι. διατηρούσε ακόμη τον έλεγχο. Ωστόσο συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις στο υπουργικό συμβούλιο, που κορυφώθηκαν με την παραίτηση του υπουργού Εξωτερικών Δαβίδ Λέβι και την απόσυρση του κόμματός του από τον κυβερνητικό συνασπισμό τον Ιανουάριο του 1998.
Πριν από μια επίσκεψη του Νετανιάχου στην Ουάσινγκτον, 30.000 έποικοι πραγματοποίησαν μεγάλη διαδήλωση κατά της απόσυρσης του ισραηλινού ελέγχου από τη Δυτική Όχθη, ενώ το υπουργείο Εσωτερικών έδωσε άδεια για νέα εγκατάσταση εποίκων στην ανατολική Ιερουσαλήμ εξοργίζοντας ακόμη και τον πρωθυπουργό.
Τον Μάιο του 1998 συγκλήθηκε μια ειδική διάσκεψη στο Λονδίνο μεταξύ των δύο πλευρών, με τη μεσολάβηση της Αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών Μαντλίν Ολμπράιτ. Ο Αραφάτ υποχώρησε στο αίτημα για απόδοση του ελέγχου του 30% της Δυτικής Όχθης στην Παλαιστινιακή Αρχή, αποδεχόμενος το 13% της αμερικανικής ανεπίσημης πρότασης. Ωστόσο, ο Νετανιάχου απέρριψε και αυτό το ποσοστό και η διάσκεψη έληξε χωρίς συμφωνία.
Τον ίδιο μήνα οκτώ Παλαστινίοι σκοτώθηκαν και περισσότεροι από εκατό τραυματίστηκαν όταν τα ισραηλινά στρατεύματα άνοιξαν πυρ κατά διαδηλωτών στη Δυτική Όχθη και στη Λωρίδα της Γάζας για την 50ή επέτειο της Νάκμπα (καταστροφής), όπως αποκαλούν οι Άραβες την απόφαση του ΟΗΕ για τον διαχωρισμό της Παλαιστίνης σε ισραηλινό και αραβικό κράτος. Ταυτόχρονα οι Ισραηλινοί γιόρταζαν την 50ή επέτειο της ίδρυσης του κράτους τους.
Τον Δεκέμβριο του 1998 ο Νετανιάχου έχασε στην Κνεσέτ μια ψηφοφορία για την έγκριση των χειρισμών του στην ειρηνευτική διαδικασία και προκηρύχθηκαν εκλογές τον Μάιο του επόμενου έτους, τις οποίες έχασε από τον Εχούντ Μπάρακ και το Εργατικό Κόμμα. Τον Σεπτέμβριο ο Νετανιάχου παραιτήθηκε από την ηγεσία του Λικούντ και τον διαδέχθηκε ο πρώην υπουργός Άμυνας Αριέλ Σαρόν.
Τον ίδιο μήνα η νέα κυβέρνηση υπέγραψε νέα συμφωνία με την Παλαιστινιακή Αρχή και μέσα σε λίγες ημέρες απέδωσε το 7% της Δυτικής Όχθης σε παλαιστινιακό έλεγχο, ενώ άρχισαν εντατικές διαπραγματεύσεις για την οριστική επίλυση της κατάστασης. Παράλληλα, άρχισαν διαπραγματεύσεις με τη Συρία για την επιστροφή των κατεχόμενων υψωμάτων του Γκολάν, με αντάλλαγμα την αναγνώριση του κράτους του Ι. Οι διαπραγματεύσεις δεν έφεραν αποτέλεσμα, αλλά το Ι. αποφάσισε τη μονομερή απόσυρση από τη ζώνη ασφαλείας του νοτίου Λιβάνου, που ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2000.
Με τη μεσολάβηση του προέδρου Κλίντον πραγματοποιήθηκε νέα διάσκεψη κορυφής Μπάρακ-Αραφάτ στο Καμπ Ντέιβιντ η οποία ωστόσο δεν κατέληξε στη σύναψη τελικής συμφωνίας. Αυτό οδήγησε σε μια δεύτερη ιντιφάντα των Παλαιστινίων με αφορμή το τέμενος Αλ Ακσά στην Ιερουσαλήμ. Η αποτυχία των διαπραγματεύσεων και το ξέσπασμα της βίας οδήγησαν τον Μπάρακ σε αιφνιδιαστική παραίτηση τον Δεκέμβριο του 2000.
Τον Φεβρουάριο του 2001 ο Σαρόν κέρδισε τις εκλογές με μεγάλη διαφορά και με βασικό σύνθημα την ασφάλεια των Ισραηλινών και την αποκήρυξη της ειρηνευτικής διαδικασίας του Όσλο. Στην κυβέρνησή του συμπεριέλαβε ακόμη και προσωπικότητες από το Εργατικό Κόμμα, όπως τον Σιμόν Πέρες ως υπουργό Εξωτερικών. Η βία συνέχισε να κυριαρχεί στη χώρα καθώς αυξήθηκαν οι παλαιστινιακές βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας, όπως και τα ισραηλινά αντίποινα.
Την άνοιξη του 2002 τα ισραηλινά στρατεύματα πραγματοποίησαν μια μεγάλη επιχείρηση στη Δυτική Όχθη, την οποία κατέλαβαν για τρεις εβδομάδες, και απέκλεισαν τον Αραφάτ στο αρχηγείο του, ενώ συνέλαβαν εκατοντάδες Παλαιστινίους με την κατηγορία του τρομοκράτη και κατέστρεψαν μεγάλες ποσότητες όπλων. Τα γεγονότα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την αναστολή της ειρηνευτικής διαδικασίας.Η βιβλική λογοτεχνία. Καμία από τις σημιτικές γλώσσες δεν παρουσιάζει πιο μεγάλη ζωτικότητα και πιο συνεχή παράδοση από την εβραϊκή, η οποία, τουλάχιστον στο θρησκευτικό και στο λογοτεχνικό πεδίο, άντεξε σε ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων. Σήμερα η εβραϊκή είναι οριστικά εδραιωμένη σε καθημερινή χρήση από τους πολίτες του κράτους του Ι.
Το σπουδαιότερο τμήμα της εβραϊκής λογοτεχνίας από πολιτιστική, θρησκευτική και φιλολογική άποψη είναι το σύνολο των γραπτών κειμένων διαφορετικού είδους, η σύνθεση των οποίων χρονολογείται από τον 1ο αι. π.Χ., και το ακόμα αρχαιότερο υλικό που αποτελεί τη Βίβλο, το ιερό βιβλίο του ιουδαϊσμού και του χριστιανισμού. Η Βίβλος αποτελείται από τρία κύρια μέρη: την Τορά (Νόμο), δηλαδή την Πεντάτευχο, τους Νεβιείμ (Προφήτες), δηλαδή τα ιστορικά και προφητικά βιβλία, και τα Κεθουβείμ (Αγιόγραφα). Μεγάλο μέρος της βιβλικής λογοτεχνίας είναι ανώνυμο· η απόδοση της συγγραφής της Πεντατεύχου στον Μωυσή ή του Εκκλησιαστή στον Σολομώντα είναι μεταγενέστερη και δεν μπορεί επιστημονικά να υποστηριχθεί πλήρως.
Η Πεντάτευχος (που λέγεται έτσι επειδή αποτελείται από πέντε βιβλία) είναι το σπουδαιότερο τμήμα όλης της Βίβλου και περιλαμβάνει: τη Γένεση, από τη δημιουργία του κόσμου έως τον Ιακώβ· την Έξοδο, που αναφέρεται στη δουλεία των Εβραίων στην Αίγυπτο, στην έξοδό τους από τη γη των φαραώ και στις περιπλανήσεις τους στη ζώνη του Σινά όπου ο Μωυσής έλαβε από τον θεό τον Νόμο· το Λευιτικό, που περιέχει τελετουργικές και νομικές διατάξεις· τους Αριθμούς, που αφηγούνται τις μετακινήσεις των εβραϊκών φυλών από το Σινά στον Ιορδάνη· το Δευτερονόμιο, που αποτελείται κυρίως από παραινετικούς λόγους και από μια σειρά από τελετουργικές και νομικές διατάξεις σχετικά με τη θρησκευτική και κοινωνική ζωή του εβραϊκού λαού.
Βιβλία ιστορικού περιεχομένου είναι εκείνα του Ιησού του Ναυή, που αφηγείται την κατάληψη και τη διαίρεση της Παλαιστίνης, και των Κριτών, που αρχίζει από τον θάνατο του Ιησού του Ναυή και φθάνει έως την εγκαθίδρυση της μοναρχίας. Πιο συστηματική είναι η αφήγηση των γεγονότων στα δύο βιβλία του Σαμουήλ (Βασιλειών Α’ και Β’ κατά τους Ο’), που αφηγούνται την εγκαθίδρυση της μοναρχίας και τα γεγονότα των βασιλειών του Σαούλ και του Δαβίδ, και στα δύο Βιβλία των Βασιλέων (Βασιλειών Γ’ και Δ’ κατά τους Ο’), που περιλαμβάνουν το βασίλειο του Σολομώντα και την ιστορία των βασιλείων του Ι. και του Ιούδα έως την κατάληψή τους από τους Ασσυρίους και τους Βαβυλωνίους αντίστοιχα.
Μια σύντομη διήγηση, το Βιβλίο της Ρουθ, περιελήφθη στον κανόνα των ιερών βιβλίων, παρά τον μη θρησκευτικό χαρακτήρα του, ίσως επειδή η Ρουθ καταγόταν από τον βασιλιά Δαβίδ. Αρκετά πολυάριθμα και σπουδαία είναι τα προφητικά γραπτά. Η δραστηριότητα των προφητών εκτείνεται από τον 8ο αι. π.Χ. έως τη μετά την εξορία περίοδο. Η θρησκευτική λυρική ποίηση αντιπροσωπεύεται από τη μεγάλη συλλογή των Ψαλμών, οι οποίοι κατά μεγάλο μέρος χρονολογούνται από την κλασική εποχή. Η μη θρησκευτική λυρική ποίηση αντιπροσωπεύεται, αντίθετα, από το Άσμα Ασμάτων, μια συλλογή ερωτικών ποιημάτων, που βρίσκουν το πλησιέστερο αντίστοιχό τους σε παρόμοιες συνθέσεις της αιγυπτιακής λογοτεχνίας. Η λογοτεχνία της σοφίας, αρκετά διαδεδομένη σε όλη την αρχαία Ανατολή, βρίσκει θέση στη Βίβλο με τα βιβλία των Παροιμιών και του Ιώβ.
Η φιλοσοφική λογοτεχνία αντιπροσωπεύεται, επίσης, από τον Εκκλησιαστή, που πραγματεύεται το θέμα της ματαιότητας όλων των ανθρώπινων ζητημάτων. Αξίζει, επίσης, να αναφερθεί η ιουδαιοελληνιστική λογοτεχνία, σε ελληνική γλώσσα, με σημαντικότερα δείγματα τις μεταφράσεις της Βίβλου και ιδιαίτερα εκείνη των Εβδομήκοντα ή Ο’ (2ος αι. π.Χ.), τα έργα του ιστορικού Φλαβίου Ιωσήπου και του φιλοσόφου Φίλωνα. Η λογοτεχνία των Εσσηνών (ή Εσσαίων), εξάλλου, αποκαλύφθηκε από τα ευρήματα των χειρογράφων της Νεκράς θάλασσας.
Η μεταβιβλική λογοτεχνία. Μετά το τέλος του ιουδαϊκού κράτους, ο εβραϊσμός ταυτίστηκε με την αίρεση των Φαρισαίων. Αυτοί ασχολήθηκαν με τη μελέτη και την έρευνα του βιβλικού κειμένου, για να καθορίσουν τη σημασία του και να εξάγουν κανόνες συμπεριφοράς στο θρησκευτικό και ηθικό πεδίο. Συντάχθηκαν, έτσι, η Μισνά ρισονά (Πρώτη Μισνά, που σημαίνει επανάληψη, δηλαδή μελέτη), ύστερα η Μισνά του Ραβί Ακιμπά (πέθανε το 135 μ.Χ.) και, τέλος, η κατεξοχήν Μισνά, του Ραβί Γεχούντα χα-Νασί (τέλη 2ου αι. μ.Χ.), που αποτέλεσε την κανονική συλλογή εκτοπίζοντας τις προηγούμενες. Οι δάσκαλοι των 3ου-5ου αι. ασχολήθηκαν με την κριτική μελέτη και την ανάπτυξη της Μισνά κυρίως σε δύο έργα: το Παλαιστινιακό Ταλμούδ (ή της Ιερουσαλήμ, γραμμένο σε δυτική αραμαϊκή διάλεκτο) και το Βαβυλωνιακό Ταλμούδ (γραμμένο σε ανατολική αραμαϊκή διάλεκτο από την Ακαδημία της Σουρά), που απέκτησε μεγαλύτερο κύρος και διαδόθηκε περισσότερο. Το Ταλμούδ αποτελεί, μετά τη Βίβλο, το δεύτερο μεγάλο επίτευγμα της εβραϊκής λογοτεχνίας και παρέμεινε στη μετέπειτα παράδοση ως πηγή δικαίου και σοφίας του εβραϊσμού.
Η μεταταλμουδική περίοδος (που είναι γνωστή ως περίοδος των Γκεονείμ, οι οποίοι ήταν επικεφαλής των βαβυλωνιακών ακαδημιών) περιλαμβάνει την περίοδο από την αραβική κατάκτηση (636-637) έως τα τέλη της 1ης χιλιετίας. Η αραβική αντικατέστησε την αραμαϊκή ως ομιλούμενη γλώσσα και η λογοτεχνία και ο πολιτισμός των Αράβων επηρέασαν την πνευματική δραστηριότητα των Εβραίων. Πράγματι, αναπτύχθηκαν οι γραμματικές μελέτες, η επιστημονική φιλολογία, η ειδωλολατρική ποίηση και η φιλοσοφία. Η μορφή που κυριάρχησε την περίοδο αυτή είναι εκείνη του Αιγύπτιου Σααντιά μπεν Γιόσεφ (882-942), γκαόν της Σουρά. Το κυριότερο έργο του είναι το Βιβλίο των θρησκευτικών πίστεων και των δογμάτων (Κιτάπ αλ-Αμανάτ ουάλ τικαντάτ), γραμμένο στην αραβική γλώσσα, με το οποίο άρχισε η ιουδαϊκή θρησκευτική φιλοσοφία.
Η εβραϊκή λογοτεχνία επεκτάθηκε προς τη δύση, πέρα από την Αίγυπτο, στη βόρεια Αφρική (στην Τυνησία έγραψε ο Ισαάκ Ισραέλι, φιλόσοφος και φυσικός) και στην Ευρώπη (ιδιαίτερα στην Ισπανία και στην Ιταλία). Στους Εβραίους της Ισπανίας (Σεφαρδίτες) μετατοπίστηκε το κυριότερο κέντρο του εβραϊκού πολιτισμού από τον 10ο έως τον 14ο αι.
Διωγμένοι και εξόριστοι από την Ισπανία κατά τον 15ο αι., οι Εβραίοι μετέφεραν το πολιτιστικό τους κέντρο στην Ιταλία, για περίπου τρεις αιώνες. Εξακολούθησαν να υφίστανται τα λογοτεχνικά είδη της προηγούμενης περιόδου, αλλά με μικρότερη αποδοτικότητα και πρωτοτυπία. Στην ποίηση αναδείχθηκε ο Μοσέ Χαγίμ Λουτσάτο (Πάντοβα 1707-1747), που υπήρξε επίσης φιλόλογος και καββαλιστής φιλόσοφος. Στη λογοτεχνική και επιστημονική πεζογραφία και στην ταλμουδική ερμηνεία δεν εμφανίστηκαν μεγάλες μορφές. Στη φιλοσοφία διαδόθηκε η Καββάλα. Μεγάλη λογοτεχνική ανάπτυξη γνώρισαν οι κοινές διάλεκτοι των εβραϊκών κοινοτήτων των διαφόρων ευρωπαϊκών περιοχών. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτες υπήρξαν οι λογοτεχνίες σε ιουδαιοϊταλική, σε ιουδαιοϊσπανική και σε ιουδαιογερμανική (γίντις). Οι λογοτεχνίες αυτές είχαν εμφανιστεί από την προηγούμενη ήδη εποχή, κυρίως με μεταφράσεις της Βίβλου.
Η νεοεβραϊκή λογοτεχνία. Ο μαρασμός της πνευματικής και λογοτεχνικής παράδοσης των Εβραίων τερματίστηκε στα μέσα του 18ου αι. με μια αφύπνιση που οδήγησε στη δημιουργία της νεοεβραϊκής λογοτεχνίας. Το κίνημα αυτό αναγέννησης (χασκαλά) παρουσιάστηκε ιδιαίτερα στη Γερμανία και στην ανατολική Ευρώπη. Ενώ οι εβραϊκές διάλεκτοι των διαφόρων ευρωπαϊκών περιοχών έτειναν να εξαφανιστούν (με εξαίρεση τη γίντις), διαδόθηκε ξανά η κλασική εβραϊκή, σε σχέση επίσης με τον ανανεωμένο εβραϊκό εθνικισμό και με την επιθυμία της επιστροφής στη γη του Ι. (σιωνισμός). Οι αρχές της νεοεβραϊκής λογοτεχνίας εμφανίστηκαν στη Γερμανία, με τον Μοσέ Μέντελσον (1729-1786), τον Ναφταλί Χερτς Βέσελι (1725-1805)· στην Ιταλία με τον Σαμουήλ Δαβίδ Λουτσάτο (1800-1865)· στη Γαλικία με τον Ναχμάν Κρόχμαλ (1785-1840), τον Ισαάκ Έρτερ (1792-1851) κ.ά. Αλλά στη συνέχεια τα πρωτεία πέρασαν στη Ρωσία, με τον δημοσιογράφο Ισαάκ Μπάερ Λέβινσον (1788-1860), τον επιστημονικό εκλαϊκευτή Μορντεκάι Ααρών Γκίντσμπουργκ (1795-1846), τον ποιητή-φιλόσοφο Αβραάμ Μπάερ Λέμπενσον (1794-1878) και τον γιο του, τον λυρικό ποιητή Γιόσεφ Λέμπενσον (1828-1852). Στη λογοτεχνική πεζογραφία αξίζει να αναφερθεί ο Αβραάμ Μαπού (1808-1867), δημιουργός του εβραϊκού μυθιστορήματος.
Οι εθνικιστικές επιδιώξεις συγκεκριμενοποιήθηκαν με το μεταναστευτικό ρεύμα προς την Παλαιστίνη και με τη δημιουργία του κράτους του Ι., όπου η επίσημη γλώσσα είναι η ισραηλινή νεοεβραϊκή: το εβραϊκό πνευματικό κέντρο μετατοπίστηκε πάλι. Σημαντική ήταν, όμως, κατά τις τελευταίες αυτές δεκαετίες και η εβραϊκή λογοτεχνική δραστηριότητα στην Αμερική, σε αγγλική γλώσσα, στη λογοτεχνία της οποίας πολλοί συγγραφείς ισραηλινής καταγωγής κατέλαβαν σημαντική θέση (Σαούλ Μπέλοου, Μπέρναρντ Μάλαμουντ, Άρθουρ Μίλερ).
Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. εμφανίστηκαν δύο ποιητές: ο Χαγίμ Ναχμάν Μπιαλίκ (1873-1934, έζησε στην Πολωνία και ύστερα στο Ι.), αληθινός Εβραίος εθνικός ποιητής, και ο Σαούλ Τσερνιχόφσκι (1875-1943, έζησε στη Ρωσία και ύστερα στο Ι.).
Η τελευταία λογοτεχνική παραγωγή είναι επηρεασμένη από το ηρωικό κλίμα μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε το κράτος του Ι., ιδανικό πλαίσιο για την άνθηση της λογοτεχνίας των Σάμπρα, δηλαδή των Εβραίων που γεννήθηκαν στην Παλαιστίνη. Οι Σάμπρα, αντίθετα με τους συγγραφείς της εβραϊκής διασποράς, δεν αντιμετώπισαν την εξορία και τη φρίκη του ναζισμού, αλλά βίωσαν τον πόλεμο που οδήγησε στην ίδρυση του ισραηλινού κράτους.
Είναι χαρακτηριστικό, πάντως, ότι ακόμα και έναντι του πολέμου η στάση τους ήταν κριτική, επικεντρωμένη στη σχέση συνείδησης-καθήκοντος, όπως την αισθάνεται ο στρατιώτης (Σ. Γιζχάρ, Οι μέρες του Ζίκλαγκ). Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι, μέσα στο κλίμα της χαλάρωσης της έντασης που επικράτησε κατά την μεταπολεμική περίοδο, οι Σάμπρα έβλεπαν τα ιδεώδη κενά από περιεχόμενο. Ο μυθιστοριογράφος Μοσέ Σαμίρ, συγγραφέας του πιο γνωστού μυθιστορήματος στο Ι. (Εκείνος περπατούσε στους αγρούς, 1956), τον οποίο είχε ήδη απασχολήσει η πραγματική αξία της εκπαίδευσης των κιμπούτς, επέστρεψε στο παρελθόν ψάχνοντας αυτό που στερούνταν οι νέες γενιές: την προοπτική ενός μέλλοντος στο οποίο να πιστεύουν, όπως πίστευαν οι πατέρες τους (Ένας βασιλιάς αυτού του κόσμου).
Οι Σάμπρα φαίνεται, πράγματι, ότι ζούσαν σε συνθήκες προσωρινότητας. «Κάθε στιγμή είναι πολύτιμη γιατί μπορεί να είναι η τελευταία» (Γ. Αμιχέι, Σήμερα και άλλες μέρες)· κατάσταση αναμφίβολα αρνητική, που έτεινε πάντως να ξεπεραστεί ήδη από τις παραμονές του πολέμου των Έξι Ημερών (1967).
Άνθηση σημειώθηκε και στο θέατρο: δίπλα σε συγγραφείς όπως ο Α. Άσμαν, γνωστός για τα έργα του Η θυγατέρα του βασιλιά Σαούλ (1941) και Αυτή η γη (1943), ή ο Ν. Άλτερμαν, θεατρικός συγγραφέας αλλά και ποιητής, γνωστός για τα έργα του Κιναρέθ, Κιναρέθ (1961) και Η δίκη του Πυθαγόρα (1966), εμφανίστηκαν ταλαντούχοι και στρατευμένοι συγγραφείς, όπως ο Μ. Σαμίρ (Ένα σπίτι σε καλή κατάσταση, 1962), ο Γιγκάλ Μοσενσόν (Στην έρημο της Νεγκέβ, 1949), ο Α. Μεγκέντ (Γκάνα Σενέχ, 1958 και Γένεσις, 1962), ο Ε. Κισόν (Ο φίλος του στην αυλή, 1951 και Βγάλε το σκέπασμα, το νερό βράζει, 1965) και ο Ν. Αλόνι (Ο πιο σκληρός απ’ όλους είναι ο βασιλιάς, 1953), τα θεατρικά έργα των οποίων έχουν ως πηγή έμπνευσης είτε βιβλικά θέματα είτε κοινωνικά προβλήματα σχετικά με τη ζωή στο Ι., που είχε να αντιμετωπίσει η γενιά που βρισκόταν σε αναζήτηση μιας ενότητας που δεν θα περιοριζόταν μόνο στη θρησκεία. Δημιουργήθηκε έτσι η λεγόμενη διπλή ρίζα, ρεύμα που καθόριζε –περισσότερο απ’ ό,τι η σύγκρουση ανάμεσα στις διαφορετικές κουλτούρες– την ανάπτυξη παράλληλων γραμμών.
Δίπλα στους βετεράνους συγγραφείς καθιερώθηκαν και νεότεροι, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι: Α.Μπ. Γεοσούα, Ντ. Γκροσμάν, ενώ στο θέατρο γινόταν όλο και πιο αισθητή η παρουσία του Γ. Σομπόλ, ο οποίος ανέπτυξε θέματα σχετικά με τις πνευματικές ρίζες του εβραϊσμού και του σύγχρονου σιωνισμού, με πιραντελικές καταβολές (Ο τελευταίος εργάτης, 1981· Η Παλαιστίνια, 1985).
Στην πιο πρόσφατη λογοτεχνική παραγωγή κυριαρχεί επίσης το δοκίμιο, με ιδιαίτερη έμφαση σε θέματα κοινωνιολογίας και ιστορίας του εβραϊκού παρελθόντος, ενώ παράλληλα αναπτύσσεται και το είδος της ιστορικής βιογραφίας το οποίο αναφέρεται σε πρόσωπα που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην πρόσφατη ιστορία του Ι., όπως το Ο οπλισμένος προφήτης, του Μάικλ Μπαρ-Ζοχάρ, μυθιστορηματική βιογραφία του Μπεν Γκουριόν, με στιλ περισσότερο δημοσιογραφικό παρά λογοτεχνικό.Προϊστορία. Από τους νεολιθικούς χρόνους χρονολογούνται τα αρχαιότερα στρώματα της οχυρωμένης πόλης της Ιεριχούς (8ος αι. π.Χ.). Οι ανακαλύψεις των Γάλλων και των Ισραηλινών στην Μπέερ Σεβά (Βιρσαβεέ) της Νεγκέβ έκαναν γνωστές τελείως ιδιότυπες πλευρές της χαλκολιθικής εποχής (4500-3200 π.Χ.). Από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα είναι τα οστεοφυλάκια από τερακότα της Ασώρ (κοντά στο Τελ Αβίβ), υπό μορφή ορθογώνιου σπιτιού, διακοσμημένου με μέλη του ανθρώπινου σώματος.
Την εποχή του χαλκού (3000-2000 π.Χ.) αναπτύχθηκε ο πολιτισμός των Χαναναίων, με τους οποίους συγκρούστηκαν οι Εβραίοι κατά την εισβολή τους. Η αρχαιότερη εποχή μαρτυρείται από τα ερείπια του λόφου Βεθ Γερά (στη νοτιοδυτική όχθη της λίμνης Τιβεριάδας). Στη συνέχεια (2000-1500 π.Χ.), οπότε εισέβαλαν οι Υξώς και πραγματοποιήθηκαν οι μεταναστεύσεις των Εβραίων πατριαρχών, τερματίστηκε και η κατάκτηση της χώρας από την Αίγυπτο. Ανάμεσα στις οχυρωμένες χαναναϊκές πόλεις όπως η Γεζέρ, η Μαγεδδώ, η Ιεριχώ, εξέχουσα θέση είχε και η Ασώρ, που έφτασε στο απόγειό της κατά την εποχή του χαλκού. Η πόλη, που κατελήφθη και πυρπολήθηκε από τον Ιησού του Ναυή, ανοικοδομήθηκε πολλές φορές από τους Ισραηλινούς έως τους ελληνιστικούς χρόνους.
Η εποχή των βασιλιάδων. Ο πολιτισμός των πρώτων εβραϊκών πληθυσμών ήταν ο απλός πολιτισμός των νομαδικών λαών, αλλά μετά τη βίαιη κατάκτηση της Χαναάν και τους αγώνες με τους Φιλισταίους ακολούθησε ο εκλεπτυσμένος πολιτισμός της μοναρχικής περιόδου (της λεγόμενης εποχής των βασιλιάδων), ιδιαίτερα με τον Σολομώντα (961-922 π.Χ.). Η πρωτεύουσα Ιερουσαλήμ αναπτύχθηκε, χτίστηκαν ο ναός του Σολομώντα και τα ανάκτορα με πολλά χαναναϊκά και φοινικικά στοιχεία. Οικοδομήματα της εποχής του Σολομώντα με στρατηγικό χαρακτήρα βρίσκονται στη Μαγεδδώ και στην Ασώρ. Οι στάβλοι, με δύο σειρές πέτρινα υποστυλώματα, και τα μέγαρα στη Μαγεδδώ φανερώνουν εξελιγμένη οικοδομική τεχνική, φοινικικής επίδρασης. Αιγυπτιακή επίδραση, συχνά μέσω της φοινικικής, απαντάται στους τάφους που είναι σκαμμένοι στους βράχους, την εποχή του Ιούδα, στην κοιλάδα των Κέδρων. Μεσοποταμιακά και χεττιτικά στοιχεία διακρίνονται στα πολυάριθμα ανάγλυφα από ελεφαντόδοτο της Σαμάρειας και της Ασώρ.
Μετά τον θάνατο του Σολομώντα το βασίλειο διαιρέθηκε στο βασίλειο του Ι. με πρωτεύουσα τη Σαμάρεια και σε εκείνο του Ιούδα με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Η τελευταία αυτή έμελλε να περιέλθει στην κυριαρχία των Βαβυλωνίων που κατεδάφισαν τον Ναό. Με την κατάκτηση της Βαβυλώνας από τον Κύρο, οι εκτοπισμένοι Εβραίοι απελευθερώθηκαν και επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ, όπου ανοικοδόμησαν τον Ναό και τα τείχη (οι εργασίες τελείωσαν το 515 και το 445 π.Χ. αντίστοιχα).
Η ελληνιστική-ρωμαϊκή πολεοδομία. Την περσική κυριαρχία ακολούθησαν εκείνες των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών, οι οποίες σηματοδότησαν την είσοδο του Ι. στην ελληνιστική καλλιτεχνική τροχιά, της οποίας τα δυτικά χαρακτηριστικά τονίστηκαν ιδιαίτερα κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας (63 π.Χ. – 324 μ.Χ.).
Τη ρωμαϊκή επίδραση μαρτυρούν προπάντων τα επιβλητικά οικοδομήματα της εποχής του Ηρώδη του Μεγάλου. Αυτός περιέβαλε την Ιερουσαλήμ με τείχη και οχυρώσεις, ανοικοδόμησε τον Ναό και τα ανάκτορα μέσα σε μια οχυρωμένη ζώνη ελληνιστικής τεχνοτροπίας, εξαφανίζοντας ριζικά κάθε ίχνος των προγενέστερων κτιρίων. Ηρωδιανά οικοδομήματα υπάρχουν στη Χεβρώνα και στη Σαμάρεια, την οποία ο Ηρώδης μετονόμασε σε Σεβάστεια, και ιδιαίτερα αξιοσημείωτα στο φρούριο της Χορβώθ Μεζαδά, στη Νεκρά θάλασσα. Στον Ηρώδη οφείλεται, επίσης, και η Καισάρεια Παλαιστίνης ή Παράλιος, που πήρε την ονομασία της προς τιμήν του Καίσαρα Αυγούστου, με ένα μεγάλο τεχνητό λιμάνι στην ανοιχτή ακτή, διακοσμημένο με κολοσσιαία αγάλματα, θέατρο και αμφιθέατρο. Η ταφική αρχιτεκτονική αντιπροσωπεύεται με μια σειρά τάφων στις κοιλάδες των Κέδρων και Ενώμ.
Η Ιερουσαλήμ, που καταστράφηκε από τον Τίτο μετά την εξέγερση του 70 μ.Χ., ανορθώθηκε, αλλά καταστράφηκε και πάλι το 135, την εποχή της δεύτερης εξέγερσης. Ο Αδριανός έχτισε στη θέση της τη νέα πόλη Αιλία Καπιτωλίνα, στην οποία απαγόρευσε την είσοδο σε όλους τους Ιουδαίους. Η πόλη είχε μια ωραία λεωφόρο με κίονες και τετραμέτωπες αψίδες στα σταυροδρόμια, στην αγορά και στους ναούς. Από τις άλλες ρωμαϊκές πόλεις της Παλαιστίνης δεν διατηρούνται πολλά μνημεία: στη Σαμάρεια, το μεγαλύτερο μέρος των ερειπίων των αρχαίων κτιρίων που σώζονται έως σήμερα ανήκει στην περίοδο από το 120 έως το 230 μ.Χ. Στην Ασκαλών, όπου μόνο κατά ένα μέρος έχουν γίνει ανασκαφές, βρέθηκαν γλυπτά και ανάγλυφα και ακόμα ένας τάφος με ζωγραφικές απεικονίσεις. Η Σκυθόπολη (Μπετ Σεάν, Βεθσάν), που άκμαζε ήδη κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, έχει σπουδαία ρωμαϊκά μνημεία. Αξιοσημείωτες είναι, εξάλλου, οι σαρκοφάγοι κλασικού τύπου, με ανάγλυφες μυθικές σκηνές, ιδιαίτερα στην Καισάρεια Παλαιστίνης. Ύστερα από τις ήττες τους, οι Εβραίοι της Παλαιστίνης συγκεντρώθηκαν στη Γαλιλαία, όπου, από τον 2ο αι., ο συμβιβασμός με τη ρωμαϊκή κυβέρνηση έκανε δυνατή την ανοικοδόμηση μιας σειράς πέτρινων συναγωγών. Τυπική ήταν εκείνη της Καπερναούμ με την πρόσοψη στραμμένη προς την Ιερουσαλήμ.
Χριστιανικά και εβραϊκά ψηφιδωτά. Η διακόσμηση με ψηφιδωτά χρονολογείται από την εποχή του ραβίνου Αμπούν τον 4ο αι. μ.Χ. Η περίοδος αυτή αντιστοιχεί στην ανακήρυξη της Παλαιστίνης σε Αγίους Τόπους, από τον Μέγα Κωνσταντίνο.
Από τον 4ο έως τα μέσα του 5ου αι. στα ψηφιδωτά, χριστιανικά και εβραϊκά, επικρατεί η γεωμετρική διακόσμηση ως χριστιανική αντίδραση στον ειδωλολατρικό χαρακτήρα των προηγούμενων δαπέδων με ψηφιδωτές απεικονίσεις. Το 427 εκδόθηκε αυτοκρατορικό διάταγμα που απαγόρευε την αναπαράσταση ιερών συμβόλων στα δάπεδα. Επιτρέπονταν οι αναπαραστάσεις του φυσικού κόσμου και σκηνών της καθημερινής ζωής, με βλαστούς κληματαριάς ως μοτίβο πλαισίου. Το στιλ αυτό τελειοποιήθηκε την εποχή του Ιουστινιανού και το σπουδαιότερο δείγμα είναι τα ψηφιδωτά με εργασίες των μηνών της μονής του 553 στην Μπετ Σεάν, την ακμάζουσα βυζαντινή Σκυθόπολη, που περιβαλλόταν με τείχος και έναν μεγάλο ναό (ροτόντα) στην κορυφή του τελ (λόφου). Τα δάπεδα με ψηφιδωτά των συναγωγών αποτελούν χωριστή ομάδα: οι Εβραίοι χρησιμοποιούσαν αναπαραστάσεις βιβλικών μορφών, σύμβολα και τελετουργικά αντικείμενα, εκτός από τα ειδωλολατρικά μοτίβα. Τον 6ο και τον 7ο αι. τα απεικονιστικά στοιχεία τείνουν να εξαφανιστούν και περιορίζονται στην απεικόνιση της Κιβωτού της Διαθήκης, της επτάφωτης λυχνίας, λιονταριών ή άλλων ζώων.
Παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά κτίρια. Τα πιο ενδιαφέροντα παλαιοχριστιανικά κτίρια της Παλαιστίνης, ανάμεσα στα οποία και οι Άγιοι Τόποι της Ιερουσαλήμ, περιλαμβάνονταν στα σύνορα της Ιορδανίας από το 1948. Από το 1967, όμως, (πόλεμος των Έξι Ημερών) περιλήφθηκαν στο ισραηλινό έδαφος. Τα καλύτερα, όμως, διατηρημένα συγκροτήματα βρίσκονται ακόμα στην Ιορδανία. Όλοι σχεδόν οι αρχικοί ισραηλινοί ναοί έχουν μεταβληθεί σε ερείπια τεράστιου ιστορικού, θρησκευτικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος (όπως στην περίπτωση του ναού του Ευαγγελισμού της Ναζαρέτ, σταυροειδούς τριαψιδωτού, από τον οποίο σώζονται μερικά κιονόκρανα ρομανικού-γαλλικού ρυθμού του 12ου αι.). Μπορούμε να αναφέρουμε στην Ιερουσαλήμ του 5ου αι. τον ναό του Τάφου της Παρθένου, που αποκαταστάθηκε κατά μεγάλο μέρος από τους Σταυροφόρους, και τον λεγόμενο ναό του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή· στη Γαριζίμ, την οκτάγωνη βασιλική του 484, ενδιαφέροντα πρόδρομο του Τεμένους του Ομάρ, και στη Σηλώ δύο ναούς του 5ου-6ου αι., ο ένας από τους οποίους διατηρεί ένα ψηφιδωτό με το παλιό ανατολικό μοτίβο των ζώων πλάι σε ένα δέντρο. Καλά διατηρημένη, παρά τις επανειλημμένες επισκευές, είναι η ιουστινιάνεια βασιλική της Βηθλεέμ, που ονομάζεται Χριστού Γέννησις, με πέντε κλίτη, τρίκογχο επιστέγασμα και ψηφιδωτά της εποχής των Σταυροφόρων.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζουν οι πόλεις της ερήμου Νεγκέβ, όπως η Χορβώθ Χαλουζά, η Χορβώθ Αβεντάτ (η αρχαία Έβοδα) και η Χορβώθ Σίβτα (Σουμπέιτα), ιδιαίτερα οι δύο τελευταίες που ανασκάφηκαν και αποκαταστάθηκαν. Οι πόλεις αυτές ιδρύθηκαν τον 3ο-2ο αι. π.Χ. από τους Ναβαταίους, αραβικό λαό εμπόρων, που είχε την πρωτεύουσά του στη μυθική Πέτρα (Ιορδανία).
Η ισλαμική τέχνη. Μεταξύ 634 και 637 η Παλαιστίνη κυριεύτηκε από τους Άραβες, πρώτα από τους Ομεϊάδες χαλίφηδες, ύστερα από τους Αββασίδες και τους Φατιμίδες, και, τέλος, από τους Σελτζουκίδες, τον 11ο αι. Ο χαλίφης Αμπντ ελ-Μάλικ (685-705) έκανε την Ιερουσαλήμ τόπο προσκυνήματος και για τον μουσουλμανικό κόσμο. Η Παλαιστίνη περιήλθε στους Σταυροφόρους, ιδιαίτερα στους Φράγκους, μεταξύ 1099 και 1187, έως την κατάληψή της δηλαδή από τον Σαλαδίνο (μετά την πτώση του λατινικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ) και ύστερα, για άλλα εξήντα χρόνια, από το 1231 έως το 1291, μέχρι δηλαδή την κατάκτησή της πρώτα από την αιγυπτιακή δυναστεία των Μαμελούκων και έπειτα (1516) από τους Τούρκους, υπό την κυριαρχία των οποίων έμεινε έως τους νεότερους χρόνους.
Ανάμεσα στα μεγάλα μνημεία της περιόδου των Ομεϊάδων εξέχουσα θέση κατέχει το Τέμενος (τζαμί) του Ομάρ στην Ιερουσαλήμ, που λέγεται και Τρούλος του Βράχου, γιατί καλύπτει τον ιερό βράχο απ’ όπου, κατά την παράδοση, ο Μωάμεθ αναδύθηκε στον ουρανό, και είναι χτισμένο στον τόπο που υπήρχε ο κατεστραμμένος ναός του Σολομώντα. Το τζαμί αυτό, που χτίστηκε το 687-691 από τον χαλίφη Αμπντ ελ-Μάλικ, αντικατοπτρίζει την ελληνιστική-ρωμαϊκή και βυζαντινή επίδραση που παρατηρείται σε μεγάλο μέρος των δημιουργημάτων των Ομεϊάδων. Από τον 8ο αι. χρονολογείται ο πυρήνας του συγκροτήματος που είναι γνωστό ως Λευκό Τζαμί, στη Ραμάλα, με πύργο του 1318, ο οποίος αποκαταστάθηκε πρόσφατα. Βαθιές μεταμορφώσεις έχει υποστεί το τζαμί αλ-Άκσα της Ιερουσαλήμ, αρχικά τζαμί της εποχής των Ομεϊάδων-Αββασιδών, που χτίστηκε τον 8ο αι. και επισκευάστηκε το 780 σε σχέδιο με εγκάρσιο διάδρομο και δεκαπέντε κλίτη, από τα οποία το κεντρικό, πιο πλατύ και ψηλό, καταλήγει σε τρούλο μπροστά στον σηκό της προσευχής. Ανάμεσα στα πιο σημαντικά λείψανα της οθωμανοτουρκικής περιόδου είναι τα οικοδομήματα της Τιβεριάδας, στα οποία περιλαμβάνονται τα τείχη και το φρούριο του 18ου αι. και οι θέρμες του Ιμπραήμ πασά (19ος αι.) με θαυμάσιες μαρμάρινες επενδύσεις, τα οικοδομήματα του Αγίου Ιωάννη της Άκρα (Άκο), το τζαμί του Αχμέτ πασά ελ-Γκαζάρ (1781), με μεγάλη αυλή, στοές και περιστύλια, καθώς και η τουρκική συνοικία με μαυσωλεία, λουτρά, ο ναύσταθμος και η αγορά· επίσης οι τουρκικές οχυρώσεις της Γιάφα και, τέλος, στην Ιερουσαλήμ, τα λαμπρά οικοδομήματα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, ιδιαίτερα η Κρήνη κοντά στην Τριπλή Πύλη (Μπαμπ Ιλ-Τιλτίλα, 1537) και οι οχυρώσεις της ακρόπολης με την Πύλη της Δαμασκού (1532).
Μνημεία της εποχής των Σταυροφοριών. Τα πιο ενδιαφέροντα λείψανα της περιόδου των Σταυροφοριών, από την οποία υπάρχουν τόσα πολλά ίχνη και στον Λίβανο και στη Συρία, βρίσκονται στην Ιερουσαλήμ και είναι οι ναοί του Πανάγιου Τάφου (ο οποίος αποκαταστάθηκε σε μεγάλη έκταση κατά τα τελευταία 150 χρόνια), της Αγίας Άννας, του Τρούλου της Αναλήψεως και του Αγίου Ιακώβου, αρμενικού ρυθμού. Άλλα κτίσματα υπάρχουν στην Καισάρεια (τα τείχη του 12ου και 13ου αι. και ο καθεδρικός ναός με τρεις καμπυλόγραμμες αψίδες). Άλλα ακόμα υπάρχουν στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας (κρύπτη και τραπεζαρία των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη, πύργος των Σταυροφόρων), στα κάστρα Μονφόρ και Σάφεντ, στο κάστρο των Ναϊτών, στον οκτάγωνο ναό της Ατλίτ και στον γαλλικό ναό της Αμπού Γκος του 12ου αι.
Όταν δεν καταστρέφονταν, οι οχυρώσεις των Σταυροφόρων χρησιμοποιούνταν και μετατρέπονταν, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της τουρκικής κυριαρχίας. Κατά την εφήμερη διάρκεια των κατακτήσεων των Σταυροφόρων εισήχθη ο γοτθικός ρυθμός στο παλαιστινιακό τοπίο, αλλά δεν αναπτύχθηκε. Ο εβραϊκός κόσμος υπέστη περισσότερο την επίδραση του ισλαμισμού.Προϊστορία. Από τους νεολιθικούς χρόνους χρονολογούνται τα αρχαιότερα στρώματα της οχυρωμένης πόλης της Ιεριχούς (8ος αι. π.Χ.). Οι ανακαλύψεις των Γάλλων και των Ισραηλινών στην Μπέερ Σεβά (Βιρσαβεέ) της Νεγκέβ έκαναν γνωστές τελείως ιδιότυπες πλευρές της χαλκολιθικής εποχής (4500-3200 π.Χ.). Από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα είναι τα οστεοφυλάκια από τερακότα της Ασώρ (κοντά στο Τελ Αβίβ), υπό μορφή ορθογώνιου σπιτιού, διακοσμημένου με μέλη του ανθρώπινου σώματος.
Την εποχή του χαλκού (3000-2000 π.Χ.) αναπτύχθηκε ο πολιτισμός των Χαναναίων, με τους οποίους συγκρούστηκαν οι Εβραίοι κατά την εισβολή τους. Η αρχαιότερη εποχή μαρτυρείται από τα ερείπια του λόφου Βεθ Γερά (στη νοτιοδυτική όχθη της λίμνης Τιβεριάδας). Στη συνέχεια (2000-1500 π.Χ.), οπότε εισέβαλαν οι Υξώς και πραγματοποιήθηκαν οι μεταναστεύσεις των Εβραίων πατριαρχών, τερματίστηκε και η κατάκτηση της χώρας από την Αίγυπτο. Ανάμεσα στις οχυρωμένες χαναναϊκές πόλεις όπως η Γεζέρ, η Μαγεδδώ, η Ιεριχώ, εξέχουσα θέση είχε και η Ασώρ, που έφτασε στο απόγειό της κατά την εποχή του χαλκού. Η πόλη, που κατελήφθη και πυρπολήθηκε από τον Ιησού του Ναυή, ανοικοδομήθηκε πολλές φορές από τους Ισραηλινούς έως τους ελληνιστικούς χρόνους.
Η εποχή των βασιλιάδων. Ο πολιτισμός των πρώτων εβραϊκών πληθυσμών ήταν ο απλός πολιτισμός των νομαδικών λαών, αλλά μετά τη βίαιη κατάκτηση της Χαναάν και τους αγώνες με τους Φιλισταίους ακολούθησε ο εκλεπτυσμένος πολιτισμός της μοναρχικής περιόδου (της λεγόμενης εποχής των βασιλιάδων), ιδιαίτερα με τον Σολομώντα (961-922 π.Χ.). Η πρωτεύουσα Ιερουσαλήμ αναπτύχθηκε, χτίστηκαν ο ναός του Σολομώντα και τα ανάκτορα με πολλά χαναναϊκά και φοινικικά στοιχεία. Οικοδομήματα της εποχής του Σολομώντα με στρατηγικό χαρακτήρα βρίσκονται στη Μαγεδδώ και στην Ασώρ. Οι στάβλοι, με δύο σειρές πέτρινα υποστυλώματα, και τα μέγαρα στη Μαγεδδώ φανερώνουν εξελιγμένη οικοδομική τεχνική, φοινικικής επίδρασης. Αιγυπτιακή επίδραση, συχνά μέσω της φοινικικής, απαντάται στους τάφους που είναι σκαμμένοι στους βράχους, την εποχή του Ιούδα, στην κοιλάδα των Κέδρων. Μεσοποταμιακά και χεττιτικά στοιχεία διακρίνονται στα πολυάριθμα ανάγλυφα από ελεφαντόδοτο της Σαμάρειας και της Ασώρ.
Μετά τον θάνατο του Σολομώντα το βασίλειο διαιρέθηκε στο βασίλειο του Ι. με πρωτεύουσα τη Σαμάρεια και σε εκείνο του Ιούδα με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Η τελευταία αυτή έμελλε να περιέλθει στην κυριαρχία των Βαβυλωνίων που κατεδάφισαν τον Ναό. Με την κατάκτηση της Βαβυλώνας από τον Κύρο, οι εκτοπισμένοι Εβραίοι απελευθερώθηκαν και επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ, όπου ανοικοδόμησαν τον Ναό και τα τείχη (οι εργασίες τελείωσαν το 515 και το 445 π.Χ. αντίστοιχα).
Η ελληνιστική-ρωμαϊκή πολεοδομία. Την περσική κυριαρχία ακολούθησαν εκείνες των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών, οι οποίες σηματοδότησαν την είσοδο του Ι. στην ελληνιστική καλλιτεχνική τροχιά, της οποίας τα δυτικά χαρακτηριστικά τονίστηκαν ιδιαίτερα κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας (63 π.Χ. – 324 μ.Χ.).
Τη ρωμαϊκή επίδραση μαρτυρούν προπάντων τα επιβλητικά οικοδομήματα της εποχής του Ηρώδη του Μεγάλου. Αυτός περιέβαλε την Ιερουσαλήμ με τείχη και οχυρώσεις, ανοικοδόμησε τον Ναό και τα ανάκτορα μέσα σε μια οχυρωμένη ζώνη ελληνιστικής τεχνοτροπίας, εξαφανίζοντας ριζικά κάθε ίχνος των προγενέστερων κτιρίων. Ηρωδιανά οικοδομήματα υπάρχουν στη Χεβρώνα και στη Σαμάρεια, την οποία ο Ηρώδης μετονόμασε σε Σεβάστεια, και ιδιαίτερα αξιοσημείωτα στο φρούριο της Χορβώθ Μεζαδά, στη Νεκρά θάλασσα. Στον Ηρώδη οφείλεται, επίσης, και η Καισάρεια Παλαιστίνης ή Παράλιος, που πήρε την ονομασία της προς τιμήν του Καίσαρα Αυγούστου, με ένα μεγάλο τεχνητό λιμάνι στην ανοιχτή ακτή, διακοσμημένο με κολοσσιαία αγάλματα, θέατρο και αμφιθέατρο. Η ταφική αρχιτεκτονική αντιπροσωπεύεται με μια σειρά τάφων στις κοιλάδες των Κέδρων και Ενώμ.
Η Ιερουσαλήμ, που καταστράφηκε από τον Τίτο μετά την εξέγερση του 70 μ.Χ., ανορθώθηκε, αλλά καταστράφηκε και πάλι το 135, την εποχή της δεύτερης εξέγερσης. Ο Αδριανός έχτισε στη θέση της τη νέα πόλη Αιλία Καπιτωλίνα, στην οποία απαγόρευσε την είσοδο σε όλους τους Ιουδαίους. Η πόλη είχε μια ωραία λεωφόρο με κίονες και τετραμέτωπες αψίδες στα σταυροδρόμια, στην αγορά και στους ναούς. Από τις άλλες ρωμαϊκές πόλεις της Παλαιστίνης δεν διατηρούνται πολλά μνημεία: στη Σαμάρεια, το μεγαλύτερο μέρος των ερειπίων των αρχαίων κτιρίων που σώζονται έως σήμερα ανήκει στην περίοδο από το 120 έως το 230 μ.Χ. Στην Ασκαλών, όπου μόνο κατά ένα μέρος έχουν γίνει ανασκαφές, βρέθηκαν γλυπτά και ανάγλυφα και ακόμα ένας τάφος με ζωγραφικές απεικονίσεις. Η Σκυθόπολη (Μπετ Σεάν, Βεθσάν), που άκμαζε ήδη κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, έχει σπουδαία ρωμαϊκά μνημεία. Αξιοσημείωτες είναι, εξάλλου, οι σαρκοφάγοι κλασικού τύπου, με ανάγλυφες μυθικές σκηνές, ιδιαίτερα στην Καισάρεια Παλαιστίνης. Ύστερα από τις ήττες τους, οι Εβραίοι της Παλαιστίνης συγκεντρώθηκαν στη Γαλιλαία, όπου, από τον 2ο αι., ο συμβιβασμός με τη ρωμαϊκή κυβέρνηση έκανε δυνατή την ανοικοδόμηση μιας σειράς πέτρινων συναγωγών. Τυπική ήταν εκείνη της Καπερναούμ με την πρόσοψη στραμμένη προς την Ιερουσαλήμ.
Χριστιανικά και εβραϊκά ψηφιδωτά. Η διακόσμηση με ψηφιδωτά χρονολογείται από την εποχή του ραβίνου Αμπούν τον 4ο αι. μ.Χ. Η περίοδος αυτή αντιστοιχεί στην ανακήρυξη της Παλαιστίνης σε Αγίους Τόπους, από τον Μέγα Κωνσταντίνο.
Από τον 4ο έως τα μέσα του 5ου αι. στα ψηφιδωτά, χριστιανικά και εβραϊκά, επικρατεί η γεωμετρική διακόσμηση ως χριστιανική αντίδραση στον ειδωλολατρικό χαρακτήρα των προηγούμενων δαπέδων με ψηφιδωτές απεικονίσεις. Το 427 εκδόθηκε αυτοκρατορικό διάταγμα που απαγόρευε την αναπαράσταση ιερών συμβόλων στα δάπεδα. Επιτρέπονταν οι αναπαραστάσεις του φυσικού κόσμου και σκηνών της καθημερινής ζωής, με βλαστούς κληματαριάς ως μοτίβο πλαισίου. Το στιλ αυτό τελειοποιήθηκε την εποχή του Ιουστινιανού και το σπουδαιότερο δείγμα είναι τα ψηφιδωτά με εργασίες των μηνών της μονής του 553 στην Μπετ Σεάν, την ακμάζουσα βυζαντινή Σκυθόπολη, που περιβαλλόταν με τείχος και έναν μεγάλο ναό (ροτόντα) στην κορυφή του τελ (λόφου). Τα δάπεδα με ψηφιδωτά των συναγωγών αποτελούν χωριστή ομάδα: οι Εβραίοι χρησιμοποιούσαν αναπαραστάσεις βιβλικών μορφών, σύμβολα και τελετουργικά αντικείμενα, εκτός από τα ειδωλολατρικά μοτίβα. Τον 6ο και τον 7ο αι. τα απεικονιστικά στοιχεία τείνουν να εξαφανιστούν και περιορίζονται στην απεικόνιση της Κιβωτού της Διαθήκης, της επτάφωτης λυχνίας, λιονταριών ή άλλων ζώων.
Παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά κτίρια. Τα πιο ενδιαφέροντα παλαιοχριστιανικά κτίρια της Παλαιστίνης, ανάμεσα στα οποία και οι Άγιοι Τόποι της Ιερουσαλήμ, περιλαμβάνονταν στα σύνορα της Ιορδανίας από το 1948. Από το 1967, όμως, (πόλεμος των Έξι Ημερών) περιλήφθηκαν στο ισραηλινό έδαφος. Τα καλύτερα, όμως, διατηρημένα συγκροτήματα βρίσκονται ακόμα στην Ιορδανία. Όλοι σχεδόν οι αρχικοί ισραηλινοί ναοί έχουν μεταβληθεί σε ερείπια τεράστιου ιστορικού, θρησκευτικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος (όπως στην περίπτωση του ναού του Ευαγγελισμού της Ναζαρέτ, σταυροειδούς τριαψιδωτού, από τον οποίο σώζονται μερικά κιονόκρανα ρομανικού-γαλλικού ρυθμού του 12ου αι.). Μπορούμε να αναφέρουμε στην Ιερουσαλήμ του 5ου αι. τον ναό του Τάφου της Παρθένου, που αποκαταστάθηκε κατά μεγάλο μέρος από τους Σταυροφόρους, και τον λεγόμενο ναό του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή· στη Γαριζίμ, την οκτάγωνη βασιλική του 484, ενδιαφέροντα πρόδρομο του Τεμένους του Ομάρ, και στη Σηλώ δύο ναούς του 5ου-6ου αι., ο ένας από τους οποίους διατηρεί ένα ψηφιδωτό με το παλιό ανατολικό μοτίβο των ζώων πλάι σε ένα δέντρο. Καλά διατηρημένη, παρά τις επανειλημμένες επισκευές, είναι η ιουστινιάνεια βασιλική της Βηθλεέμ, που ονομάζεται Χριστού Γέννησις, με πέντε κλίτη, τρίκογχο επιστέγασμα και ψηφιδωτά της εποχής των Σταυροφόρων.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζουν οι πόλεις της ερήμου Νεγκέβ, όπως η Χορβώθ Χαλουζά, η Χορβώθ Αβεντάτ (η αρχαία Έβοδα) και η Χορβώθ Σίβτα (Σουμπέιτα), ιδιαίτερα οι δύο τελευταίες που ανασκάφηκαν και αποκαταστάθηκαν. Οι πόλεις αυτές ιδρύθηκαν τον 3ο-2ο αι. π.Χ. από τους Ναβαταίους, αραβικό λαό εμπόρων, που είχε την πρωτεύουσά του στη μυθική Πέτρα (Ιορδανία).
Η ισλαμική τέχνη. Μεταξύ 634 και 637 η Παλαιστίνη κυριεύτηκε από τους Άραβες, πρώτα από τους Ομεϊάδες χαλίφηδες, ύστερα από τους Αββασίδες και τους Φατιμίδες, και, τέλος, από τους Σελτζουκίδες, τον 11ο αι. Ο χαλίφης Αμπντ ελ-Μάλικ (685-705) έκανε την Ιερουσαλήμ τόπο προσκυνήματος και για τον μουσουλμανικό κόσμο. Η Παλαιστίνη περιήλθε στους Σταυροφόρους, ιδιαίτερα στους Φράγκους, μεταξύ 1099 και 1187, έως την κατάληψή της δηλαδή από τον Σαλαδίνο (μετά την πτώση του λατινικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ) και ύστερα, για άλλα εξήντα χρόνια, από το 1231 έως το 1291, μέχρι δηλαδή την κατάκτησή της πρώτα από την αιγυπτιακή δυναστεία των Μαμελούκων και έπειτα (1516) από τους Τούρκους, υπό την κυριαρχία των οποίων έμεινε έως τους νεότερους χρόνους.
Ανάμεσα στα μεγάλα μνημεία της περιόδου των Ομεϊάδων εξέχουσα θέση κατέχει το Τέμενος (τζαμί) του Ομάρ στην Ιερουσαλήμ, που λέγεται και Τρούλος του Βράχου, γιατί καλύπτει τον ιερό βράχο απ’ όπου, κατά την παράδοση, ο Μωάμεθ αναδύθηκε στον ουρανό, και είναι χτισμένο στον τόπο που υπήρχε ο κατεστραμμένος ναός του Σολομώντα. Το τζαμί αυτό, που χτίστηκε το 687-691 από τον χαλίφη Αμπντ ελ-Μάλικ, αντικατοπτρίζει την ελληνιστική-ρωμαϊκή και βυζαντινή επίδραση που παρατηρείται σε μεγάλο μέρος των δημιουργημάτων των Ομεϊάδων. Από τον 8ο αι. χρονολογείται ο πυρήνας του συγκροτήματος που είναι γνωστό ως Λευκό Τζαμί, στη Ραμάλα, με πύργο του 1318, ο οποίος αποκαταστάθηκε πρόσφατα. Βαθιές μεταμορφώσεις έχει υποστεί το τζαμί αλ-Άκσα της Ιερουσαλήμ, αρχικά τζαμί της εποχής των Ομεϊάδων-Αββασιδών, που χτίστηκε τον 8ο αι. και επισκευάστηκε το 780 σε σχέδιο με εγκάρσιο διάδρομο και δεκαπέντε κλίτη, από τα οποία το κεντρικό, πιο πλατύ και ψηλό, καταλήγει σε τρούλο μπροστά στον σηκό της προσευχής. Ανάμεσα στα πιο σημαντικά λείψανα της οθωμανοτουρκικής περιόδου είναι τα οικοδομήματα της Τιβεριάδας, στα οποία περιλαμβάνονται τα τείχη και το φρούριο του 18ου αι. και οι θέρμες του Ιμπραήμ πασά (19ος αι.) με θαυμάσιες μαρμάρινες επενδύσεις, τα οικοδομήματα του Αγίου Ιωάννη της Άκρα (Άκο), το τζαμί του Αχμέτ πασά ελ-Γκαζάρ (1781), με μεγάλη αυλή, στοές και περιστύλια, καθώς και η τουρκική συνοικία με μαυσωλεία, λουτρά, ο ναύσταθμος και η αγορά· επίσης οι τουρκικές οχυρώσεις της Γιάφα και, τέλος, στην Ιερουσαλήμ, τα λαμπρά οικοδομήματα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, ιδιαίτερα η Κρήνη κοντά στην Τριπλή Πύλη (Μπαμπ Ιλ-Τιλτίλα, 1537) και οι οχυρώσεις της ακρόπολης με την Πύλη της Δαμασκού (1532).
Μνημεία της εποχής των Σταυροφοριών. Τα πιο ενδιαφέροντα λείψανα της περιόδου των Σταυροφοριών, από την οποία υπάρχουν τόσα πολλά ίχνη και στον Λίβανο και στη Συρία, βρίσκονται στην Ιερουσαλήμ και είναι οι ναοί του Πανάγιου Τάφου (ο οποίος αποκαταστάθηκε σε μεγάλη έκταση κατά τα τελευταία 150 χρόνια), της Αγίας Άννας, του Τρούλου της Αναλήψεως και του Αγίου Ιακώβου, αρμενικού ρυθμού. Άλλα κτίσματα υπάρχουν στην Καισάρεια (τα τείχη του 12ου και 13ου αι. και ο καθεδρικός ναός με τρεις καμπυλόγραμμες αψίδες). Άλλα ακόμα υπάρχουν στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας (κρύπτη και τραπεζαρία των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη, πύργος των Σταυροφόρων), στα κάστρα Μονφόρ και Σάφεντ, στο κάστρο των Ναϊτών, στον οκτάγωνο ναό της Ατλίτ και στον γαλλικό ναό της Αμπού Γκος του 12ου αι.
Όταν δεν καταστρέφονταν, οι οχυρώσεις των Σταυροφόρων χρησιμοποιούνταν και μετατρέπονταν, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της τουρκικής κυριαρχίας. Κατά την εφήμερη διάρκεια των κατακτήσεων των Σταυροφόρων εισήχθη ο γοτθικός ρυθμός στο παλαιστινιακό τοπίο, αλλά δεν αναπτύχθηκε. Ο εβραϊκός κόσμος υπέστη περισσότερο την επίδραση του ισλαμισμού.Προϊστορία. Από τους νεολιθικούς χρόνους χρονολογούνται τα αρχαιότερα στρώματα της οχυρωμένης πόλης της Ιεριχούς (8ος αι. π.Χ.). Οι ανακαλύψεις των Γάλλων και των Ισραηλινών στην Μπέερ Σεβά (Βιρσαβεέ) της Νεγκέβ έκαναν γνωστές τελείως ιδιότυπες πλευρές της χαλκολιθικής εποχής (4500-3200 π.Χ.). Από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα είναι τα οστεοφυλάκια από τερακότα της Ασώρ (κοντά στο Τελ Αβίβ), υπό μορφή ορθογώνιου σπιτιού, διακοσμημένου με μέλη του ανθρώπινου σώματος.
Την εποχή του χαλκού (3000-2000 π.Χ.) αναπτύχθηκε ο πολιτισμός των Χαναναίων, με τους οποίους συγκρούστηκαν οι Εβραίοι κατά την εισβολή τους. Η αρχαιότερη εποχή μαρτυρείται από τα ερείπια του λόφου Βεθ Γερά (στη νοτιοδυτική όχθη της λίμνης Τιβεριάδας). Στη συνέχεια (2000-1500 π.Χ.), οπότε εισέβαλαν οι Υξώς και πραγματοποιήθηκαν οι μεταναστεύσεις των Εβραίων πατριαρχών, τερματίστηκε και η κατάκτηση της χώρας από την Αίγυπτο. Ανάμεσα στις οχυρωμένες χαναναϊκές πόλεις όπως η Γεζέρ, η Μαγεδδώ, η Ιεριχώ, εξέχουσα θέση είχε και η Ασώρ, που έφτασε στο απόγειό της κατά την εποχή του χαλκού. Η πόλη, που κατελήφθη και πυρπολήθηκε από τον Ιησού του Ναυή, ανοικοδομήθηκε πολλές φορές από τους Ισραηλινούς έως τους ελληνιστικούς χρόνους.
Η εποχή των βασιλιάδων. Ο πολιτισμός των πρώτων εβραϊκών πληθυσμών ήταν ο απλός πολιτισμός των νομαδικών λαών, αλλά μετά τη βίαιη κατάκτηση της Χαναάν και τους αγώνες με τους Φιλισταίους ακολούθησε ο εκλεπτυσμένος πολιτισμός της μοναρχικής περιόδου (της λεγόμενης εποχής των βασιλιάδων), ιδιαίτερα με τον Σολομώντα (961-922 π.Χ.). Η πρωτεύουσα Ιερουσαλήμ αναπτύχθηκε, χτίστηκαν ο ναός του Σολομώντα και τα ανάκτορα με πολλά χαναναϊκά και φοινικικά στοιχεία. Οικοδομήματα της εποχής του Σολομώντα με στρατηγικό χαρακτήρα βρίσκονται στη Μαγεδδώ και στην Ασώρ. Οι στάβλοι, με δύο σειρές πέτρινα υποστυλώματα, και τα μέγαρα στη Μαγεδδώ φανερώνουν εξελιγμένη οικοδομική τεχνική, φοινικικής επίδρασης. Αιγυπτιακή επίδραση, συχνά μέσω της φοινικικής, απαντάται στους τάφους που είναι σκαμμένοι στους βράχους, την εποχή του Ιούδα, στην κοιλάδα των Κέδρων. Μεσοποταμιακά και χεττιτικά στοιχεία διακρίνονται στα πολυάριθμα ανάγλυφα από ελεφαντόδοτο της Σαμάρειας και της Ασώρ.
Μετά τον θάνατο του Σολομώντα το βασίλειο διαιρέθηκε στο βασίλειο του Ι. με πρωτεύουσα τη Σαμάρεια και σε εκείνο του Ιούδα με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Η τελευταία αυτή έμελλε να περιέλθει στην κυριαρχία των Βαβυλωνίων που κατεδάφισαν τον Ναό. Με την κατάκτηση της Βαβυλώνας από τον Κύρο, οι εκτοπισμένοι Εβραίοι απελευθερώθηκαν και επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ, όπου ανοικοδόμησαν τον Ναό και τα τείχη (οι εργασίες τελείωσαν το 515 και το 445 π.Χ. αντίστοιχα).
Η ελληνιστική-ρωμαϊκή πολεοδομία. Την περσική κυριαρχία ακολούθησαν εκείνες των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών, οι οποίες σηματοδότησαν την είσοδο του Ι. στην ελληνιστική καλλιτεχνική τροχιά, της οποίας τα δυτικά χαρακτηριστικά τονίστηκαν ιδιαίτερα κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας (63 π.Χ. – 324 μ.Χ.).
Τη ρωμαϊκή επίδραση μαρτυρούν προπάντων τα επιβλητικά οικοδομήματα της εποχής του Ηρώδη του Μεγάλου. Αυτός περιέβαλε την Ιερουσαλήμ με τείχη και οχυρώσεις, ανοικοδόμησε τον Ναό και τα ανάκτορα μέσα σε μια οχυρωμένη ζώνη ελληνιστικής τεχνοτροπίας, εξαφανίζοντας ριζικά κάθε ίχνος των προγενέστερων κτιρίων. Ηρωδιανά οικοδομήματα υπάρχουν στη Χεβρώνα και στη Σαμάρεια, την οποία ο Ηρώδης μετονόμασε σε Σεβάστεια, και ιδιαίτερα αξιοσημείωτα στο φρούριο της Χορβώθ Μεζαδά, στη Νεκρά θάλασσα. Στον Ηρώδη οφείλεται, επίσης, και η Καισάρεια Παλαιστίνης ή Παράλιος, που πήρε την ονομασία της προς τιμήν του Καίσαρα Αυγούστου, με ένα μεγάλο τεχνητό λιμάνι στην ανοιχτή ακτή, διακοσμημένο με κολοσσιαία αγάλματα, θέατρο και αμφιθέατρο. Η ταφική αρχιτεκτονική αντιπροσωπεύεται με μια σειρά τάφων στις κοιλάδες των Κέδρων και Ενώμ.
Η Ιερουσαλήμ, που καταστράφηκε από τον Τίτο μετά την εξέγερση του 70 μ.Χ., ανορθώθηκε, αλλά καταστράφηκε και πάλι το 135, την εποχή της δεύτερης εξέγερσης. Ο Αδριανός έχτισε στη θέση της τη νέα πόλη Αιλία Καπιτωλίνα, στην οποία απαγόρευσε την είσοδο σε όλους τους Ιουδαίους. Η πόλη είχε μια ωραία λεωφόρο με κίονες και τετραμέτωπες αψίδες στα σταυροδρόμια, στην αγορά και στους ναούς. Από τις άλλες ρωμαϊκές πόλεις της Παλαιστίνης δεν διατηρούνται πολλά μνημεία: στη Σαμάρεια, το μεγαλύτερο μέρος των ερειπίων των αρχαίων κτιρίων που σώζονται έως σήμερα ανήκει στην περίοδο από το 120 έως το 230 μ.Χ. Στην Ασκαλών, όπου μόνο κατά ένα μέρος έχουν γίνει ανασκαφές, βρέθηκαν γλυπτά και ανάγλυφα και ακόμα ένας τάφος με ζωγραφικές απεικονίσεις. Η Σκυθόπολη (Μπετ Σεάν, Βεθσάν), που άκμαζε ήδη κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, έχει σπουδαία ρωμαϊκά μνημεία. Αξιοσημείωτες είναι, εξάλλου, οι σαρκοφάγοι κλασικού τύπου, με ανάγλυφες μυθικές σκηνές, ιδιαίτερα στην Καισάρεια Παλαιστίνης. Ύστερα από τις ήττες τους, οι Εβραίοι της Παλαιστίνης συγκεντρώθηκαν στη Γαλιλαία, όπου, από τον 2ο αι., ο συμβιβασμός με τη ρωμαϊκή κυβέρνηση έκανε δυνατή την ανοικοδόμηση μιας σειράς πέτρινων συναγωγών. Τυπική ήταν εκείνη της Καπερναούμ με την πρόσοψη στραμμένη προς την Ιερουσαλήμ.
Χριστιανικά και εβραϊκά ψηφιδωτά. Η διακόσμηση με ψηφιδωτά χρονολογείται από την εποχή του ραβίνου Αμπούν τον 4ο αι. μ.Χ. Η περίοδος αυτή αντιστοιχεί στην ανακήρυξη της Παλαιστίνης σε Αγίους Τόπους, από τον Μέγα Κωνσταντίνο.
Από τον 4ο έως τα μέσα του 5ου αι. στα ψηφιδωτά, χριστιανικά και εβραϊκά, επικρατεί η γεωμετρική διακόσμηση ως χριστιανική αντίδραση στον ειδωλολατρικό χαρακτήρα των προηγούμενων δαπέδων με ψηφιδωτές απεικονίσεις. Το 427 εκδόθηκε αυτοκρατορικό διάταγμα που απαγόρευε την αναπαράσταση ιερών συμβόλων στα δάπεδα. Επιτρέπονταν οι αναπαραστάσεις του φυσικού κόσμου και σκηνών της καθημερινής ζωής, με βλαστούς κληματαριάς ως μοτίβο πλαισίου. Το στιλ αυτό τελειοποιήθηκε την εποχή του Ιουστινιανού και το σπουδαιότερο δείγμα είναι τα ψηφιδωτά με εργασίες των μηνών της μονής του 553 στην Μπετ Σεάν, την ακμάζουσα βυζαντινή Σκυθόπολη, που περιβαλλόταν με τείχος και έναν μεγάλο ναό (ροτόντα) στην κορυφή του τελ (λόφου). Τα δάπεδα με ψηφιδωτά των συναγωγών αποτελούν χωριστή ομάδα: οι Εβραίοι χρησιμοποιούσαν αναπαραστάσεις βιβλικών μορφών, σύμβολα και τελετουργικά αντικείμενα, εκτός από τα ειδωλολατρικά μοτίβα. Τον 6ο και τον 7ο αι. τα απεικονιστικά στοιχεία τείνουν να εξαφανιστούν και περιορίζονται στην απεικόνιση της Κιβωτού της Διαθήκης, της επτάφωτης λυχνίας, λιονταριών ή άλλων ζώων.
Παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά κτίρια. Τα πιο ενδιαφέροντα παλαιοχριστιανικά κτίρια της Παλαιστίνης, ανάμεσα στα οποία και οι Άγιοι Τόποι της Ιερουσαλήμ, περιλαμβάνονταν στα σύνορα της Ιορδανίας από το 1948. Από το 1967, όμως, (πόλεμος των Έξι Ημερών) περιλήφθηκαν στο ισραηλινό έδαφος. Τα καλύτερα, όμως, διατηρημένα συγκροτήματα βρίσκονται ακόμα στην Ιορδανία. Όλοι σχεδόν οι αρχικοί ισραηλινοί ναοί έχουν μεταβληθεί σε ερείπια τεράστιου ιστορικού, θρησκευτικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος (όπως στην περίπτωση του ναού του Ευαγγελισμού της Ναζαρέτ, σταυροειδούς τριαψιδωτού, από τον οποίο σώζονται μερικά κιονόκρανα ρομανικού-γαλλικού ρυθμού του 12ου αι.). Μπορούμε να αναφέρουμε στην Ιερουσαλήμ του 5ου αι. τον ναό του Τάφου της Παρθένου, που αποκαταστάθηκε κατά μεγάλο μέρος από τους Σταυροφόρους, και τον λεγόμενο ναό του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή· στη Γαριζίμ, την οκτάγωνη βασιλική του 484, ενδιαφέροντα πρόδρομο του Τεμένους του Ομάρ, και στη Σηλώ δύο ναούς του 5ου-6ου αι., ο ένας από τους οποίους διατηρεί ένα ψηφιδωτό με το παλιό ανατολικό μοτίβο των ζώων πλάι σε ένα δέντρο. Καλά διατηρημένη, παρά τις επανειλημμένες επισκευές, είναι η ιουστινιάνεια βασιλική της Βηθλεέμ, που ονομάζεται Χριστού Γέννησις, με πέντε κλίτη, τρίκογχο επιστέγασμα και ψηφιδωτά της εποχής των Σταυροφόρων.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζουν οι πόλεις της ερήμου Νεγκέβ, όπως η Χορβώθ Χαλουζά, η Χορβώθ Αβεντάτ (η αρχαία Έβοδα) και η Χορβώθ Σίβτα (Σουμπέιτα), ιδιαίτερα οι δύο τελευταίες που ανασκάφηκαν και αποκαταστάθηκαν. Οι πόλεις αυτές ιδρύθηκαν τον 3ο-2ο αι. π.Χ. από τους Ναβαταίους, αραβικό λαό εμπόρων, που είχε την πρωτεύουσά του στη μυθική Πέτρα (Ιορδανία).
Η ισλαμική τέχνη. Μεταξύ 634 και 637 η Παλαιστίνη κυριεύτηκε από τους Άραβες, πρώτα από τους Ομεϊάδες χαλίφηδες, ύστερα από τους Αββασίδες και τους Φατιμίδες, και, τέλος, από τους Σελτζουκίδες, τον 11ο αι. Ο χαλίφης Αμπντ ελ-Μάλικ (685-705) έκανε την Ιερουσαλήμ τόπο προσκυνήματος και για τον μουσουλμανικό κόσμο. Η Παλαιστίνη περιήλθε στους Σταυροφόρους, ιδιαίτερα στους Φράγκους, μεταξύ 1099 και 1187, έως την κατάληψή της δηλαδή από τον Σαλαδίνο (μετά την πτώση του λατινικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ) και ύστερα, για άλλα εξήντα χρόνια, από το 1231 έως το 1291, μέχρι δηλαδή την κατάκτησή της πρώτα από την αιγυπτιακή δυναστεία των Μαμελούκων και έπειτα (1516) από τους Τούρκους, υπό την κυριαρχία των οποίων έμεινε έως τους νεότερους χρόνους.
Ανάμεσα στα μεγάλα μνημεία της περιόδου των Ομεϊάδων εξέχουσα θέση κατέχει το Τέμενος (τζαμί) του Ομάρ στην Ιερουσαλήμ, που λέγεται και Τρούλος του Βράχου, γιατί καλύπτει τον ιερό βράχο απ’ όπου, κατά την παράδοση, ο Μωάμεθ αναδύθηκε στον ουρανό, και είναι χτισμένο στον τόπο που υπήρχε ο κατεστραμμένος ναός του Σολομώντα. Το τζαμί αυτό, που χτίστηκε το 687-691 από τον χαλίφη Αμπντ ελ-Μάλικ, αντικατοπτρίζει την ελληνιστική-ρωμαϊκή και βυζαντινή επίδραση που παρατηρείται σε μεγάλο μέρος των δημιουργημάτων των Ομεϊάδων. Από τον 8ο αι. χρονολογείται ο πυρήνας του συγκροτήματος που είναι γνωστό ως Λευκό Τζαμί, στη Ραμάλα, με πύργο του 1318, ο οποίος αποκαταστάθηκε πρόσφατα. Βαθιές μεταμορφώσεις έχει υποστεί το τζαμί αλ-Άκσα της Ιερουσαλήμ, αρχικά τζαμί της εποχής των Ομεϊάδων-Αββασιδών, που χτίστηκε τον 8ο αι. και επισκευάστηκε το 780 σε σχέδιο με εγκάρσιο διάδρομο και δεκαπέντε κλίτη, από τα οποία το κεντρικό, πιο πλατύ και ψηλό, καταλήγει σε τρούλο μπροστά στον σηκό της προσευχής. Ανάμεσα στα πιο σημαντικά λείψανα της οθωμανοτουρκικής περιόδου είναι τα οικοδομήματα της Τιβεριάδας, στα οποία περιλαμβάνονται τα τείχη και το φρούριο του 18ου αι. και οι θέρμες του Ιμπραήμ πασά (19ος αι.) με θαυμάσιες μαρμάρινες επενδύσεις, τα οικοδομήματα του Αγίου Ιωάννη της Άκρα (Άκο), το τζαμί του Αχμέτ πασά ελ-Γκαζάρ (1781), με μεγάλη αυλή, στοές και περιστύλια, καθώς και η τουρκική συνοικία με μαυσωλεία, λουτρά, ο ναύσταθμος και η αγορά· επίσης οι τουρκικές οχυρώσεις της Γιάφα και, τέλος, στην Ιερουσαλήμ, τα λαμπρά οικοδομήματα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, ιδιαίτερα η Κρήνη κοντά στην Τριπλή Πύλη (Μπαμπ Ιλ-Τιλτίλα, 1537) και οι οχυρώσεις της ακρόπολης με την Πύλη της Δαμασκού (1532).
Μνημεία της εποχής των Σταυροφοριών. Τα πιο ενδιαφέροντα λείψανα της περιόδου των Σταυροφοριών, από την οποία υπάρχουν τόσα πολλά ίχνη και στον Λίβανο και στη Συρία, βρίσκονται στην Ιερουσαλήμ και είναι οι ναοί του Πανάγιου Τάφου (ο οποίος αποκαταστάθηκε σε μεγάλη έκταση κατά τα τελευταία 150 χρόνια), της Αγίας Άννας, του Τρούλου της Αναλήψεως και του Αγίου Ιακώβου, αρμενικού ρυθμού. Άλλα κτίσματα υπάρχουν στην Καισάρεια (τα τείχη του 12ου και 13ου αι. και ο καθεδρικός ναός με τρεις καμπυλόγραμμες αψίδες). Άλλα ακόμα υπάρχουν στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας (κρύπτη και τραπεζαρία των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη, πύργος των Σταυροφόρων), στα κάστρα Μονφόρ και Σάφεντ, στο κάστρο των Ναϊτών, στον οκτάγωνο ναό της Ατλίτ και στον γαλλικό ναό της Αμπού Γκος του 12ου αι.
Όταν δεν καταστρέφονταν, οι οχυρώσεις των Σταυροφόρων χρησιμοποιούνταν και μετατρέπονταν, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της τουρκικής κυριαρχίας. Κατά την εφήμερη διάρκεια των κατακτήσεων των Σταυροφόρων εισήχθη ο γοτθικός ρυθμός στο παλαιστινιακό τοπίο, αλλά δεν αναπτύχθηκε. Ο εβραϊκός κόσμος υπέστη περισσότερο την επίδραση του ισλαμισμού.Τα τελευταία επιτεύγματα. Το κράτος του Ι. είναι ακόμα πολύ νέο για να παρουσιάσει μια καθαρά εθνική σύγχρονη τέχνη, αλλά η τεράστια και γρήγορη ανάπτυξη της χώρας και η μεγάλη πνευματική κληρονομιά έχουν ήδη επηρεάσει τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα του νεαρού κράτους, ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική. Στις αισθητικές αξίες επικρατεί η δυναμική πολεοδομία, βασικοί σταθμοί της οποίας είναι οι πρώτες γεωργικές αποικίες που δημιουργήθηκαν περίπου το 1870, κατά την οικοδόμηση του Τελ Αβίβ, της νέας Χάιφα, της σύγχρονης Ιερουσαλήμ, της προφυλακής της Μπέερ Σεβά (Βιρσαβεέ) και του λιμανιού της Ελάτ. Ύστερα από τις πρώτες απόπειρες επανάληψης σχημάτων που συνδέονταν αόριστα με την τοπική παράδοση, εισήχθη με τόλμη η νέα ευρωπαϊκή τεχνοτροπία, ήδη από το 1921, με τον αρχιτέκτονα Ρ. Κάουφμαν, σχεδιαστή της κυκλικής γεωργικής αποικίας της Ναχαλάλ, και με διάφορα κτίρια στη Χάιφα και στο Τελ Αβίβ. Μεταξύ 1934 και 1941 κυριαρχούσε ο Ε. Μέντελσον. Δραστήριος σχεδιαστής μνημειακών έργων υπήρξε ο Α. Σαρόν, που εκπαιδεύτηκε στη σχολή Μπαουχάους, αλλά είχε επίσης την άμεση πρωτοποριακή εμπειρία των κιμπούτς. Εκτός από μερικές κατώτερες κατασκευές, που οφείλονταν στην εσπευσμένη οικοδομική ανάπτυξη, επικράτησαν υποδειγματικά έργα, όπως η αίθουσα συναυλιών Τσόρτσιλ στη Χάιφα (1959, αρχιτέκτονες Α. Ριχ, Α. Σαρόν και Μπ. Ίντελσον), η αίθουσα συναυλιών Φ.Ρ. Μαν στο Τελ Αβίβ (αρχιτέκτονες Ζ. Ρέχι και Ντ. Κάρμι), μερικά κτίρια του πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ (1954-60), ανάμεσα στα οποία και η αίθουσα συναυλιών (Ντ. Κάρμι, Ζ. Μέλτσερ, Ρ. Κάρμι), το μουσείο Χα-Άρες κοντά στο Τελ Αβίβ (αρχιτέκτονες Βιτκόβερ και Μπάουμαν) και διάφορα κτίρια στην Μπέερ Σεβά.
Στο περιβάλλον μιας διεθνούς καλλιτεχνικής κουλτούρας παρεμβλήθηκαν και τα εθνικά ρεύματα της σύγχρονης γλυπτικής και ζωγραφικής, όπου συνυπήρχαν και οι εμπειρίες των ευρωπαϊκών πρωτοποριακών ρευμάτων, εκπρόσωποι των οποίων υπήρξαν πολλοί μετανάστες καλλιτέχνες. Το 1947-48 οι Γ. Ζαρίτσκι και Μ. Γιάνκου έδωσαν ζωή στην ομάδα Νέοι Ορίζοντες, στην οποία προσχώρησαν οι Α. Στεμάτσκι, Α.Χ. Καχάνα, Ι.Τ. Κρίζε, Ζ. Μαΐροβιτς, Ι. Σέμι και Μ. Στέρνσους (οι τρεις τελευταίοι και γλύπτες). Η δραστηριότητα της ομάδας συγκεντρωνόταν σε μια όλο και πιο απόλυτη και ελεύθερη αναζήτηση λυρικής αφαίρεσης. Οι ενιαίες αυτές εμπειρίες διήρκεσαν έως το 1963, γιατί μετά, ενώ μερικά μέλη, όπως ο Καχάνα, ξαναγύρισαν στη μορφική έκφραση, οι περισσότεροι αναζήτησαν νέες λύσεις, ιδρύοντας την ομάδα των Δέκα, στο περιβάλλον της οποίας εκφράστηκε και παρουσίασε μεγαλύτερο ενδιαφέρον η δυναμική προσωπικότητα της Λέα Νίκελ, η τέχνη της οποίας προσέλκυσε πολλούς οπαδούς (Α. Ούρι, Ρ. Λάβιε, Α. Αρίχα κ.ά.). Μια λιγότερο αφηρημένη γραμμή αναζήτησης παρατηρείται στους Άικα Μπράουν και Ούρι Λίφσιτς. Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το έργο του Ιακώβ Άγκαμ, γνωστού σε όλο τον κόσμο.
Ανάμεσα στους πολυάριθμους Ισραηλινούς γλύπτες αξίζει να αναφερθούν οι Μπούκι Σβαρτς, Δαβίδ Παλόμπο, Ιγκαέλ Τουμέρκιν και Μ. Κάντισμαν.Tο εβραϊκό θέατρο έχει την προέλευσή του μάλλον στη δραστηριότητα των Eβραίων ταχυδακτυλουργών και μίμων του Mεσαίωνα και ιδιαίτερα των μενεστρέλων (περιπλανώμενων τραγουδιστών) που παρενέβαιναν με τραγούδια στις θρησκευτικές γιορτές και οι οποίοι, από τον 16ο αι., παρίσταναν και δραματικά έργα. Ιδιαίτερη σπουδαιότητα απέκτησαν τα μονόπρακτα που παίζονταν με την ευκαιρία της γιορτής των Πουρείμ, στα οποία αναμειγνύονταν παραδοσιακά και αυτοσχέδια στοιχεία και τραγούδια.
Το πρώτο σπουδαίο θεατρικό χειρόγραφο στην εβραϊκή υπήρξε η Kωμωδία του γάμου (La commedia del matrimonio, 1550) του Λεόνε ντε Σόμι, από τη Mάντοβα, αλλά ένα καθαυτό εβραϊκό θέατρο δημιουργήθηκε μόνο στην Oλλανδία από τους πρόσφυγες που είχαν καταφύγει εκεί από την Iσπανία. Μεταξύ 17ου και 18ου αι. δημιουργήθηκε ένα πλούσιο ρεπερτόριο, που περιλάμβανε διάφορα είδη θεατρικών έργων. Ενώ η εβραϊκή γλώσσα εξαφανιζόταν σιγά-σιγά, στην κεντροανατολική Eυρώπη αναπτυσσόταν ένα ανθηρό θέατρο στη γλώσσα γίντις. Με το σιωνιστικό κίνημα και την αναβίωση της αρχικής γλώσσας, το θέατρο, ισχυρό μέσο για τη διάδοσή της, αποκαταστάθηκε οριστικά. Το πρώτο εβραϊκό θέατρο εγκαινιάστηκε το 1907 στη Bαρσοβία και ένα δεύτερο το 1911 στο Mπιαλιστόκ. Το 1918 εγκαινίασε στη Mόσχα τη δράση του ο θίασος χα-Mπιμά (που από το 1928 μεταφέρθηκε στην Παλαιστίνη). Εξαιρετική επιτυχία είχε το έργο Nτιμπούκ του Σαμουήλ Pαποπόρ (γνωστού με το ψευδώνυμο Άνσκι), που ανέβηκε στη σκηνή το 1922 από τον Bαχτάνγκοφ. Με το έργο αυτό (που παρουσιάστηκε σε πολλές παραστάσεις του θιάσου, τόσο στην Eυρώπη όσο και στην Aμερική) απέκτησε μεγάλο γόητρο το νέο εβραϊκό θέατρο.
Ανάμεσα στους θεατρικούς συγγραφείς, οι οποίοι εκτός από το Iσραήλ είναι διασκορπισμένοι στην Eυρώπη και στην Aμερική, ξεχωρίζει η μορφή του Mατιτιάχου Σοχάμ (Bαρσοβία 1893-1937). Τα δράματά του, με βιβλικά θέματα, που θίγουν σύγχρονα προβλήματα (Iεριχώ, Bαλαάμ, Tύρος και Iερουσαλήμ, Oυ ποιήσεις σεαυτώ σιδηρούν είδωλον) αποτελούν τα αριστουργήματα του σύγχρονου εβραϊκού θεάτρου. Στην Aμερική αξίζει να αναφερθούν ο I.Nτ. Μπέρκοβιτς με το μονόπρακτο Σε χώρες μακρινές και ο X. Σόκλερ με το Pαχάβ. Πρέπει, τέλος, να αναφερθούν στο I. τα δράματα των Σ. Zεμάχ, N. Mπιστρίτσκι, A. Aσμάν και Z.I. Aνοχί.Πρωτοπόρος της ισραηλινής κινηματογραφίας υπήρξε ο Nάθαν Άξελροντ, ο οποίος, φτάνοντας στην Παλαιστίνη από τη Σοβιετική Ένωση (1926), ίδρυσε την πρώτη κινηματογραφική εταιρεία και παρήγαγε, ανάμεσα στα άλλα, την ταινία Oδέδ Λα-Nονέδ (1933). Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1930 ίδρυσε την εταιρεία Kάρμελ Φιλμ, που μονοπώλησε την αγορά.
Mόνο μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο ιδρύθηκαν και άλλα κινηματογραφικά στούντιο: το 1950 το Γκεβά και το 1951 το Xερτσλιγιά, στα οποία γυρίστηκαν πολυάριθμα ντοκιμαντέρ.
Το 1954 ψηφίστηκε ο νόμος για την ενθάρρυνση των ισραηλινών ταινιών που προέβλεπε ουσιαστική οικονομική ενίσχυση (50%) για τις ταινίες που θα γυρίζονταν στη χώρα. Αυτό είχε ως συνέπεια σημαντική αύξηση, όχι μόνο ποσοτική αλλά και ποιοτική, της κινηματογραφικής παραγωγής. Αξιοσημείωτη, για παράδειγμα, υπήρξε η ταινία O λόφος 24 δεν απαντά (1954), η οποία, μολονότι διευθυνόταν από τον Άγγλο Θ. Ντίκινσον, είχε χρησιμοποιήσει ένα θέμα του Zβι Kόλιτς και γυρίστηκε με ερμηνευτές αποκλειστικά Iσραηλινούς.
Άλλα ενδιαφέροντα φιλμ της ίδιας δεκαετίας ήταν τα Iρ Xαχαλείμ του Λέοναρντ Λαμπόλα και Kαταραμένη γη, ευλογημένη γη του Iωσήφ Kρούμγκολντ.
Τη δεκαετία του 1960 αυξήθηκαν σημαντικά οι συμπαραγωγές με τις ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα με τη Γαλλία και με την Iαπωνία.
Από τους πιο γόνιμους σκηνοθέτες υπήρξε ο Mεναχέμ Γκολάν, του οποίου αξίζει να αναφερθούν τα έργα O Tέβιε και οι επτά κόρες του (1968) και H αγάπη μου στην Iερουσαλήμ. Συγγραφέας κωμωδιών είναι ο Eφραΐμ Kισών, του οποίου η πρώτη ταινία Σαλάχ Σαμπατί, ερμηνευμένη από τον Tοπόλ, σημείωσε διεθνή επιτυχία. Αξιόλογοι σκηνοθέτες είναι οι Oύρι Zοχάρ, Δαβίδ Περλόβ (που γύρισε το 1970 την ταινία H ζωή του Mπεν Γκουριόν), Nταν Bόλμαν, Φρέντι Στάινχαρτ (σκηνοθέτης του έργου O πατέρας, 1975), Mωσέ Mιζραχί (Σ’ αγαπώ, Pόζα, 1972 και Πατέρας με κόρες, 1974) τα οποία παρουσιάστηκαν στο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Kανών.Μοναδικές μαρτυρίες για την αρχαιότερη εβραϊκή μουσική είναι εκείνες που παρέχουν τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης.
Με την καταστροφή του Ναού (70 μ.Χ.) εξαφανίστηκε και η μουσική με όργανα, που συνδεόταν με τη λειτουργία του, και έμεινε σε χρήση μόνο το σοφάρ (κέρας κριού). Η λειτουργία των συναγωγών έλαβε ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά, τα οποία έμειναν κοινά σε όλες τις εβραϊκές παραδόσεις.
Αναπτύχθηκαν, έτσι, διάφοροι τύποι λειτουργικού μέλους, όπως η ψαλμωδία με εναλλασσόμενες χορωδίες ή με ψάλτη και χορωδία, κατά την οποία η επανάληψη μιας κεντρικής νότας διακοπτόταν για να υπογραμμιστούν οι συντακτικές υποδιαιρέσεις του κειμένου με μελωδικά ποικίλματα και η ανάγνωση της Βίβλου, κατά την οποία προκαθορισμένοι μελωδικοί τύποι που αντιστοιχούσαν σε σημεία του κειμένου διαδέχονταν ο ένας τον άλλο. Τέλος, από τον 6ο αι. διαμορφώθηκε η παράδοση της εβραϊκής υμνογραφίας, που αντιπροσωπεύει την πιο πρόσφατη φάση της μουσικής των συναγωγών.
Όσο για τη μουσική δραστηριότητα στο σημερινό κράτος του Ι., ας σημειωθεί ότι η διαφορά των τόπων προέλευσης που χαρακτηρίζει τον πληθυσμό δεν επέτρεψε την ανάπτυξη αυτόνομων μορφών ισραηλινής μουσικής έκφρασης, αν εξαιρέσουμε μερικούς βασικούς τύπους που έμειναν αναλλοίωτοι στο εσωτερικό των εβραϊκών κοινοτήτων κατά τη διασπορά. Στα μικρά γεωργικά κέντρα, όμως, δημιουργήθηκε ένα νέο ρεπερτόριο τραγουδιών και πρωτότυπων εκδηλώσεων καθαρά ισραηλινών.
Οι σύγχρονοι συνθέτες, ωστόσο, ακολουθούν τα διάφορα δυτικά ρεύματα της εποχής μας. Αναφέρονται οι: Π. Μπεν-Χαΐμ, Ρ. Χάουμπενστοκ-Ραμάτι, Μ. Αβιντόμ, Γ. Ταλ, Χ. Μπριν κ.ά. Η ισραηλινή μουσική δομή είναι αξιόλογη, πλούσια σε ορχήστρες (ανάμεσα στις οποίες η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ι. με έδρα το Τελ Αβίβ, που αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα καλλιτεχνικά συγκροτήματα του κόσμου), θέατρα, χορωδίες, ωδεία και μουσικολογικά ινστιτούτα (ανάμεσα στα οποία εξέχουσα θέση έχουν το Ωδείο και η Ακαδημία Μουσικής του Ι. με έδρα το Τελ Αβίβ και την Ιερουσαλήμ).Οι παραδόσεις του εβραϊκού λαού επανασυνδέθηκαν, με ένα άλμα χιλίων ετών, με εκείνες που υπήρχαν πριν από το 70 μ.Χ., την εποχή δηλαδή της καταστροφής του Ναού της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο και της γκολάχ, της διασποράς, όταν το εβραϊκό έθνος έπαψε να υφίσταται πλέον. Και αυτό είναι που κάνει ιδιότυπη την κατάσταση του σύγχρονου Ι.
Η ιδέα που ενώνει τόσους ανθρώπους διασκορπισμένους σε κάθε μέρος της Γης είναι προπάντων η ιδέα της επιστροφής στην πατρίδα, της αποκατάστασης του Ι., έστω και σε τόπους διαφορετικούς από τους αρχαίους.
Από την ιδέα αυτή γεννήθηκε το μεγάλο σιωνιστικό κίνημα, το οποίο, χωρίς αντιδράσεις, έθεσε ως σκοπό του μια αποστολή, να δώσει δηλαδή μια πατρίδα στους Εβραίους της διασποράς.
Πέρα όμως από κάθε πολιτιστική συνεισφορά στους διάφορους τόπους όπου βρέθηκαν, στους Ισραηλινούς επέδρασε ιδιαίτερα η θρησκευτική τους συνείδηση, το αίσθημα της αποστολής που είχαν να επιτελέσουν ως περιούσιος λαός του Θεού, όπως αναφέρεται στη Γένεση.
Η λαϊκή μουσική και ο χορός. Η πιο ενδιαφέρουσα ίσως εισφορά, και από άποψη μουσικής εθνολογίας η πιο πρωτότυπη, θεωρείται εκείνη των αρχέγονων τραγουδιών, με την εξαιρετικά εκφραστική μελωδία, των Εβραίων της Ανατολής, Υεμενιτών, Περσών περισσότερο ακόμα και από των Ιρακινών και Μαροκινών. Και αυτό κυρίως γιατί διαπιστώθηκε, από έναν απλό ψάλτη της συναγωγής, τον Αβραάμ Ίντελζον, που εξελίχθηκε σε περίφημο μουσικολόγο, ότι αυτά αποτελούν την πιο γνήσια μαρτυρία της αρχικής εβραϊκής κουλτούρας, η οποία έφτασε έως εμάς σχεδόν αλώβητη.
Στη διαδικασία σύνθεσης όλων αυτών των ετερογενών στοιχείων παρατηρούμε μόνο μια σχετική εγκατάλειψη των αργών και θρηνητικών ρυθμών και προσανατολισμό σε πιο ζωηρές, γρήγορες κινήσεις, πράγμα που εκδηλώνεται και στον χόρα, τον πιο γνωστό ισραηλινό χορό. Καθαρά ρουμανικός, ο χορός αυτός πήρε στο Ι. έναν δικό του χαρακτήρα μικρότερης εγκατάλειψης, αδελφικής ζεστασιάς και περισσότερου ενθουσιασμού.
Στους χορούς όπως ο κολ ντοντί, υεμενιτικής προέλευσης, ο τσιρκάσια, με έντονο ρυθμό, ή ο αραβοδρουσικός ντέμπκα, τον οποίο οι άντρες χορεύουν συνήθως μόνοι τους, πιασμένοι από τα χέρια σε ανοιχτό κύκλο, ενώ οι γυναίκες χορεύουν χωριστά, έχουν προστεθεί νέοι λαϊκοί χοροί με βήματα που βασίζονται μουσικά πάνω σε ένα περίεργο μείγμα ανατολικών λαϊκών μελωδιών και στίχων που ανάγονται στη Βίβλο.
Το τοφ, ένα ντέφι που συνοδεύει τα μοιρολόγια αυτά και τους ρυθμούς, είναι από τα όργανα που προτιμώνται και η μουσική που τους συνοδεύει έχει έναν υποβλητικό τόνο με μεσογειακά και ανατολίτικα στοιχεία.Η Τορά. Τόσο ο γραπτός νόμος όσο και η παράδοση τοποθετούν σε πρώτη μοίρα την τήρηση της διαθήκης και διαμορφώνουν έτσι κάθε σκέψη, πράξη, περίσταση ή αντικείμενο, ώστε να τα καταστήσουν θρησκευτικό γεγονός.
Κάθε πλευρά της ζωής ρυθμίζεται λεπτομερέστατα από μια ατέρμονη σειρά μιτσβώθ (εντολών), που με τη σειρά τους προέρχονται από τον θείο Νόμο, την Τορά, με την οποία γαλουχήθηκαν οι Εβραίοι σε πέντε μεγάλες περιόδους: στην περίοδο της αρχικής αποκάλυψης, της προφητικής διδασκαλίας, της εξηγητικής και της ραβινικής μεταβίβασης και συζήτησης, της ερμηνείας, της κωδικοποίησης και, τέλος, της πειθαρχίας.
Η κυρίως Τορά απαρτίζεται από 613 εντολές –248 θετικές και 365 αρνητικές– των πρώτων πέντε βιβλίων (Πεντάτευχος). Οι ραβίνοι συνεχίζουν τη διδασκαλία των προφητών, μεταβιβάζουν και εξηγούν τον νόμο. Η Μισνά και το Ταλμούδ αποτελούν τα θεμέλια του ραβινικού αυτού έργου, της παράδοσης δηλαδή του χαλακά λε Μοσέ μις-Σιναΐ (κανόνας που δόθηκε από τον Μωυσή στο Σινά) και της ερμηνείας των διαφορών γύρω από τα ιερά κείμενα.
Τα διακριτικά σημεία του ορθόδοξου Εβραίου. Παραδόσεις που διατηρήθηκαν αλλά διαφοροποιήθηκαν από τις διάφορες κοινότητες είναι προπάντων οι θρησκευτικές. Η ζωή του ορθόδοξου Εβραίου ρυθμίζεται λεπτομερέστατα από τον Σουλχάν Αρούκ (κατά λέξη: προετοιμασμένο πίνακα), στον οποίο βρίσκεται καθετί που είναι αναγκαίο για να ρυθμίσει τη ζωή σύμφωνα με τις απαιτήσεις της θρησκείας. Ο θρήσκος Εβραίος, που τηρεί τις εντολές, φέρει ήδη τα ίχνη μιας παράδοσης που ανάγεται στη Βίβλο: τη γενειάδα και τα μαλλιά που κατεβαίνουν σε πλεξίδες από τους κροτάφους. Μόνο, όμως, οι πιο ορθόδοξοι τηρούν τις παραδόσεις αυτές και όλο και περισσότεροι θρήσκοι Εβραίοι ξυρίζονται. Υπάρχει πάντως για όλους τους Εβραίους που τηρούν τον θρησκευτικό νόμο και η υποχρέωση να έχουν καλυμμένο το κεφάλι. Έτσι, υπάρχουν Εβραίοι που φορούν μεγάλο καπέλο με στρογγυλό μπορ και από κάτω ένα κάλυμμα ή μόνο ένα μικρό καρφιτσωμένο κάλυμμα.
Μια άλλη βιβλική εντολή, που σέβονται αυστηρά όλοι οι Εβραίοι και που με τον καιρό έγινε σημείο εθνικής ταυτότητας, περισσότερο ακόμα και από θρησκευτικό σύμβολο, είναι η περιτομή, που εφαρμόζεται σε όλα τα αρσενικά παιδιά την όγδοη ημέρα της ζωής τους.
Οι γιορτές του εβραϊκού ημερολογίου. Οι περισσότερες από τις γιορτές είναι, εξαιτίας του καθαρά εθνικού χαρακτήρα της εβραϊκής θρησκείας, ταυτόχρονα θρησκευτικές και εθνικές, θρησκευτικές και ποιμενικές, θρησκευτικές και λαϊκές. Γιορτάζονται σύμφωνα με τις ημερομηνίες του σεληνιακού ηλιακού εβραϊκού ημερολογίου, το οποίο χωρίζει το έτος σε δώδεκα (ή δεκατρείς) σεληνιακούς μήνες: το πρώτο σεληνιακό-ηλιακό έτος αντιστοιχεί με το έτος 3760 π.Χ. (ισραηλιτική χρονολογία της δημιουργίας του κόσμου). Για να συμπίπτουν οι γιορτές με τη σωστή ημερομηνία προστίθεται επτά φορές στα 19 χρόνια ένας συμπληρωματικός μήνας.
Η πρώτη γιορτή του ημερολογίου είναι το Πάσχα, κατά το οποίο γιορτάζεται η έξοδος από την Αίγυπτο. Γιορτάζεται με την αφήγηση της εξόδου από την Αίγυπτο, που γίνεται σε οικογενειακό κύκλο την πρώτη βραδιά της γιορτής (Σέντερ). Επί οκτώ μέρες οι πιστοί τρώνε άζυμο ψωμί. Η γιορτή του Πάσχα είναι ταυτόχρονα η γιορτή της άνοιξης και της προσκύνησης στον Ναό. Στα κιμπούτς ταυτόχρονα με το Πάσχα εορτάζονται η επέτειος της εξέγερσης του γκέτο της Βαρσοβίας και ο πόλεμος της ανεξαρτησίας του Ι., ενώ με την προσφορά των πρώτων σταχυών αντικαθίσταται το προσκύνημα στον Ναό και η προσφορά των πρωτότοκων ζώων των ποιμνίων.
Οι άλλες γιορτές του προσκυνήματος στην Ιερουσαλήμ, η γιορτή της Πεντηκοστής και εκείνη της Σκηνοπηγίας (το φθινόπωρο στο τέλος της συγκομιδής των γεωργικών προϊόντων) γιορτάζονται και αυτές είτε παραδοσιακά, με προσευχές στις συναγωγές, είτε με πιο σύγχρονο πνεύμα, με την κατασκευή σκηνών (που θυμίζουν τις περιπλανήσεις του εβραϊκού λαού στην έρημο) στα μπαλκόνια των σπιτιών ή στις αυλές και με χορούς και αγροτικές γιορτές στα κιμπούτς. Μετά την ενοποίηση της Ιερουσαλήμ, η προσκύνηση στο τείχος του Ναού αποτέλεσε την πορεία προς την Ιερουσαλήμ. Επί τέσσερις ημέρες Ισραηλινοί και Ισραηλίτες από όλο τον κόσμο διατρέχουν περίπου σαράντα χιλιόμετρα στα περίχωρα της πόλης για να ξαναβρεθούν στους δρόμους του κέντρου, στον χορό και στη διασκέδαση που κλείνει την πορεία.
Η πιο επιβλητική γιορτή του εβραϊκού ημερολογίου είναι η ημέρα του εξιλασμού (Γιομ Κιπούρ), ημέρα απόλυτης νηστείας και θρησκευτικής περισυλλογής. Η καθημερινή ροή της ζωής σταματάει και ακόμα και εκείνοι που δεν μετέχουν στις θρησκευτικές γιορτές πηγαίνουν στις συναγωγές, την παραμονή τουλάχιστον, για να ακούσουν την Κολ Νιδρέ, την επίσημη προσευχή που ανοίγει τη γιορτή. Ο ήχος του σοφάρ (κέρας κριού) σημειώνει το τέλος της.
Ακόμα και η γιορτή της Χανουκά, της γιορτής των φώτων, που υπενθυμίζει την ιστορική νίκη του Ιούδα Μακκαβαίου και των Ασαμωναίων κατά των Ελλήνων και των Σύρων, έχει τη θρησκευτική της όψη: πραγματικά, ο θρύλος διηγείται το θαύμα ενός φιαλιδίου με ιερό λάδι που βρέθηκε στον Ναό και έκαιγε συνεχώς επί οκτώ ημέρες, ωσότου οι ιερείς μπόρεσαν να ετοιμάσουν νέα δόση λαδιού. Γι’ αυτό και κατά τη γιορτή καίνε επί οκτώ ημέρες κεριά. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται λυχνίες ή κηροπήγια με οκτώ βραχίονες και δεν χρησιμοποιείται η μενορά, δηλαδή η πατροπαράδοτη επτάφωτη λυχνία του Ναού, που αποτελεί σήμερα και το έμβλημα του κράτους του Ι.
Έναν μήνα πριν από το Πάσχα γιορτάζεται και η γιορτή των Πουρείμ, σε ανάμνηση της βασίλισσας Εσθήρ, που έπεισε τον βασιλιά Ασσουήρη να μην εξοντώσει τους Εβραίους. Είναι επίσης γιορτή διασκεδάσεων και του τέλους του χειμώνα. Ο μεγάλος σεβασμός των παραδόσεων παρατηρείται και στο Σάββατο (Σαμπάτ) που δεν είναι μόνο εβδομαδιαία εορταστική ημέρα αλλά και ημέρα ειρήνης, περισυλλογής και μελέτης.
Οι νέες παραδόσεις. Στις κληρονομημένες αυτές γιορτές έχουν προστεθεί νέες που σχετίζονται με την πρόσφατη ιστορία του Ι. Η σπουδαιότερη από αυτές είναι εκείνη της ανεξαρτησίας του Ι., η οποία γιορτάζεται στις 14 Μαΐου, στις 5 του Ιγιάρ κατά το εβραϊκό ημερολόγιο, περίπου δεκαπέντε ημέρες μετά το Πάσχα.
Εορτάσιμες ημέρες είναι επίσης αφιερωμένες στους μάρτυρες του ναζισμού και στους αγωνιστές της ανεξαρτησίας. Από τον Ιούνιο του 1967 εισήχθη και νέα παράδοση: στον ανοιχτό χώρο του τείχους του Ναού οι ευέλπιδες του ισραηλινού στρατού δίνουν τον καθιερωμένο όρκο κατά την προαγωγή τους. Έτσι και ο στρατός ακόμα συμβάλλει στη δημιουργία νέων παραδόσεων: παραχωρεί μια Βίβλο σε κάθε στρατιώτη στο τέλος της περιόδου της εκπαίδευσής του, οργανώνει εσπερίδες το Πάσχα στα στρατόπεδα με Σεντέρ (δηλαδή την αφήγηση της εξόδου από την Αίγυπτο, προσαρμοσμένη στη σύγχρονη ιστορία) και παρελάσεις για τη γιορτή του Νόου κατά την οποία οι στρατιώτες παρελαύνουν κρατώντας την Τορά.
Και τα κιμπούτς, όμως, είναι πηγές παράδοσης. Κάθε αγόρι που συμπληρώνει το 13ο έτος της ηλικίας του εορτάζει στο Ι., όπως και σε όλες τις εβραϊκές κοινότητες, τη θρησκευτική ενηλικίωσή του (Μπαρ Μισβά)· δίνεται τότε στο παιδί μια Βίβλος, και στα κιμπούτς των συνόρων και ένα τουφέκι, για να υποδείξουν την ευθύνη του για την άμυνα του χωριού.
Οι αρχαίες διαιτητικές εντολές. Κοινό στοιχείο σε όλες τις γιορτές είναι οι παραδόσεις που αφορούν τη διατροφή. Τα πατροπαράδοτα φαγητά, που φυσικά διαφέρουν ανάλογα με την προέλευση της κοινότητας, ετοιμάζονται σύμφωνα με τις βιβλικές επιταγές: δεν τρώγονται μερικά ζώα που θεωρούνται ακάθαρτα (άλογα, γάτες, χοίροι, καμήλες), τα θαλασσινά και το αίμα, δεν αναμειγνύονται κρέατα με γαλακτερά («ουχ εψήσεις άρνα εν γάλακτι μητρός αυτού»), τρώγεται ψωμί άζυμο την εβδομάδα που προηγείται του Πάσχα. Και επειδή η παράδοση καθορίζει ότι καθετί που εξέρχεται από ακάθαρτο ζώο είναι ακάθαρτο, ούτε τα αβγά ούτε το γάλα των απαγορευμένων ζώων τρώγονται. Το μέλι, που θεωρείται φυτική ουσία την οποία απλώς μετατρέπουν οι μέλισσες, επιτρέπεται, μολονότι οι μέλισσες είναι ακάθαρτες όπως και όλα τα έντομα.
Οι Άγιοι Τόποι και η χριστιανική και ισλαμική παράδοση. Στις εβραϊκές παραδόσεις και στο εβραϊκό ημερολόγιο έχουν προστεθεί, στο Ι., χριστιανικές και μουσουλμανικές παραδόσεις και ημερολόγια. Η ζωή του Ι. ασφαλώς δεν χαρακτηρίζεται ούτε ρυθμίζεται από τις χριστιανικές και μουσουλμανικές γιορτές και παραδόσεις, αλλά οι τελευταίες αυτές αποτελούν μέρος της ισραηλινής πραγματικότητας, πολύ περισσότερο επειδή οι Άγιοι Τόποι του χριστιανισμού και μερικοί του ισλαμισμού βρίσκονται στο Ι., προπάντων μετά τον πόλεμο των Έξι Ημερών. Όλοι οι πληθυσμοί της Μικράς Ασίας, της Παλαιστίνης και της Συρίας θεωρούν την Ιερουσαλήμ σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο. Είναι η αγία πόλη των χριστιανών φυσικά αλλά και των Εβραίων και των μουσουλμάνων. Οι σχετικές ιεροτελεστίες των διαφόρων αυτών θρησκειών προσελκύουν πολύ μεγάλο αριθμό προσκυνητών.
Η μεγαλύτερη χριστιανική γιορτή είναι αυτή που τελείται στον ναό του Παναγίου Τάφου, στον οποίο αρχικά υπήρχαν δύο μόνο ιεροί τόποι: της Σταύρωσης και της Ανάστασης. Στον ναό υπάρχουν δύο θυσιαστήρια, ένα που ανήκει στην ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και ένα άλλο που ανήκει στη Ρωμαιοκαθολική. Αλλά επειδή ο ναός είναι χτισμένος πάνω σε αυτά τα δύο ιερά σημεία, καθιερώθηκαν και άλλα με σκοπό να μπορούν να αντιπροσωπευτούν και οι ιδιαίτερες στιγμές της Οδού του Μαρτυρίου του Ιησού Χριστού και του θανάτου του.
Είναι δύσκολο να καθοριστεί αν αυτοί υπήρξαν πραγματικά οι τόποι όπου συνέβησαν αυτά τα ιερά γεγονότα, ωστόσο χιλιάδες προσκυνητές ξεκινούν από την αψίδα, που λέγεται Ίδε ο Άνθρωπος, το σημείο από το οποίο ο Πιλάτος έδειξε τον Ιησού στο πλήθος, για να πάνε στον ναό του Παναγίου Τάφου, σταματώντας σε όλα τα σημεία της Οδού του Μαρτυρίου – του δρόμου προς τον Γολγοθά. Στο τέλος του δρόμου βρίσκεται ο ναός του Παναγίου Τάφου, όπου γίνονται αναπαραστάσεις και τελετουργίες ιερού χαρακτήρα.
Στο ελληνικό Πάσχα, αντίθετα, η γιορτή του Αγίου Φωτός είναι εκείνη που προσελκύει τον μεγαλύτερο αριθμό προσκυνητών, οι οποίοι θέλουν να ανάψουν οπωσδήποτε ένα κερί από το Άγιο Φως και γι’ αυτό περιμένουν πολλές ώρες ή ακόμα και ημέρες πριν από την γιορτή. Οι φάσεις της τελετής μπορούν να παρακολουθηθούν από ειδικές στοές που υπάρχουν στο εσωτερικό της βασιλικής.Μια άλλη τελετή που γίνεται στον ναό του Παναγίου Τάφου είναι της Κυριακής των Βαΐων. Η αυλή του ναού γεμίζει τότε από πιστούς, οι οποίοι, αφού πάρουν μέρος στη λιτανεία του εσωτερικού και ευλογηθούν τα μεγαλόπρεπα βάζα, πηγαίνουν σε μεγάλη πομπή με αυτά, ψάλλοντας ύμνους προς τον Κύριο.
Ένα άλλο χριστιανικό προσκύνημα γίνεται όταν οι πιστοί πηγαίνουν στον Ιορδάνη για να βαφτιστούν στα νερά του, φορώντας έναν μακρύ λευκό χιτώνα. Προσκυνητές πηγαίνουν επίσης στη δρυ του Αβραάμ, γιατί πιστεύεται ότι κάτω από αυτό το δέντρο στάθηκε ο πατριάρχης αυτός στην πεδιάδα της Μαμβρή. Γι’ αυτό ο τόπος εκείνος έγινε ιερός και τον σέβονται ακόμα και οι χωρικοί της περιοχής.
Η λιτανεία των Χριστουγέννων στη Βηθλεέμ είναι πολύ υποβλητική και προσελκύει συνήθως μεγάλο πλήθος, το οποίο γεμίζει ύστερα τα δρομάκια της Βηθλεέμ, δίνοντάς της εορταστική όψη.
Και για τους μουσουλμάνους όμως η Ιερουσαλήμ είναι ιερή πόλη, γιατί εκεί βρίσκεται η Σάχρα, ο μεγάλος βράχος του Ναού του Βράχου, τον οποίο οι Δυτικοί ονομάζουν Τέμενος του Ομάρ. Η θρησκεία τους επιβάλλει να έρχονται στο τζαμί αυτό και να περιφερθούν τρεις φορές γύρω από τον βράχο. Πρόκειται για μια πράξη ευλάβειας και ταυτόχρονα ικεσίας για να εισακουστούν οι προσευχές τους.
Ο βράχος αυτός έχει μεγάλη σπουδαιότητα για τον μουσουλμανικό θρύλο· σύμφωνα με αυτόν, είναι το πρώτο τμήμα του κόσμου που δημιούργησε ο Θεός και στο οποίο προσετέθη ύστερα η υπόλοιπη Γη. Μπροστά σε αυτό τον βράχο, ο Μωάμεθ είχε συναντήσει όλους τους προφήτες που είχαν προηγηθεί από αυτόν και από εκεί ανέβηκε στον ουρανό.
Η μεγαλύτερη μουσουλμανική γιορτή στην Ιερουσαλήμ είναι η πομπή Μέμπι Μούσα, που προσελκύει πολλούς πιστούς από κάθε μέρος της χώρας, γιατί, σύμφωνα με τις μουσουλμανικές δοξασίες, κάθε χρόνο πρέπει να κάνουν ένα προσκύνημα στον τόπο όπου ανακαλύφθηκε ο τάφος του Μωυσή. Οι σεΐχηδες της Χάραμ (της μουσουλμανικής συνοικίας), ο πασάς και όλοι οι μουσουλμάνοι προύχοντες, με τα ιερά λάβαρα, σχηματίζουν μεγαλόπρεπη πομπή ξεκινώντας από τον Ναό του Βράχου και πηγαίνουν στον τάφο του Νέμπι Μούσα (προφήτη Μωυσή), στην κοιλάδα του Ιορδάνη. Είναι μια πολύ χαρούμενη γιορτή, ενώ μεγάλα πλήθη συγκεντρώνονται στο πέρασμα της πομπής, που περνάει από τον κήπο της Γεθσημανής, πριν φτάσει στον τάφο του Μωυσή, στη Νεκρά Θάλασσα.Δεν υπάρχουν παραδοσιακές εβραϊκές ενδυμασίες. Κάθε κοινότητα προσαρμόζεται στις παραδόσεις της προέλευσής της. Οι νέοι ντύνονται κατά τον δυτικό τρόπο, προσαρμοζόμενοι στις απαιτήσεις του κλίματος.Στο Ι. υπάρχει αρκετά ανεπτυγμένη ελληνική κοινότητα, η οποία το 2001 αριθμούσε περίπου 1.500 μέλη, σύμφωνα με τα στοιχεία του Αρχείου Ομογενειακών Οργανώσεων.
Στιγμιότυπο από τον αποκλεισμό του Αραφάτ στο αρχηγείο του από ισραηλινές δυνάμεις που πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2002 (φωτ. ΑΠΕ).
Εβραϊκή γιορτή της Σκηνοπηγίας (φωτ. ΑΠΕ).
Άποψη του ναού της Γέννησης στη Βηθλεέμ (φωτ. ΑΠΕ).
Χριστιανοί ορθόδοξοι στη λιτανεία των Χριστουγέννων έξω από τον ναό της Γέννησης στη Βηθλεέμ (φωτ. ΑΠΕ).
Εβραίοι παρασκευάζουν άζυμο ψωμί την εβδομάδα πριν από το Πάσχα (φωτ. ΑΠΕ).
Εβραίοι ορθόδοξοι προσεύχονται κατά τη διάρκεια του Πάσχα στο Τείχος των Δακρύων, στην Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ (φωτ. ΑΠΕ).
Η τελετή του Αγίου Φωτός (φωτ. ΑΠΕ).
Η μουσική κατέχει ιδιαίτερη θέση στην πολιτιστική ζωή του Ισραήλ. Στη φωτογραφία, η αίθουσα συναυλιών «Μαν», στο Τελ Αβίβ.
Το Τείχος των Θρήνων στην Ιερουσαλήμ αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό και λαϊκό σύμβολο της εβραϊκής πίστης.
Το «Τέμενος του Βιβλίου» στο Εθνικό Μουσείο της Ιερουσαλήμ, προορισμένο για τη διατήρηση των πολύτιμων κυλίνδρων των χειρογράφων της Νεκράς θάλασσας? στη φωτογραφία, ο λευκός τρούλος και ο μαύρος τοίχος του, που συμβολίζουν το περιεχόμενο ενός από τους κυλίνδρους των χειρογράφων, δηλαδή τον πόλεμο «των υιών του φωτός κατά των υιών του σκότους».
Οι κήποι Μπαχάι στη Χάιφα (φωτ. ΑΠΕ).
Άποψη από το εσωτερικό του ναού του Ευαγγελισμού στη Ναζαρέτ (φωτ. ΑΠΕ).
Ψηφιδωτό της ρωμαϊκής εποχής, το οποίο ανακαλύφθηκε στην πόλη Λοντ του Ισραήλ (φωτ. ΑΠΕ).
Ένα μέρος από το εσωτερικό του ναού του Πανάγιου Τάφου.
Το Τέμενος του Ομάρ, το πιο σπουδαίο ισλαμικό μνημείο της Ιερουσαλήμ.
Αναπαράσταση του Ναού της Ιερουσαλήμ, όπως ήταν πριν καταστραφεί από τον Τίτο το 70 μ.Χ.
Η λεγόμενη «πυραμίδα του Ζαχαρία», στην αρχαία εβραϊκή νεκρόπολη της Ιερουσαλήμ, που στηρίζεται σε μία βάση ιωνικού ρυθμού.
Ένα από τα χειρόγραφα που βρίσκονται στην Ιερουσαλήμ στο «Τέμενος του Βιβλίου».
Θήκη σε ρολούς της «Τορά», διακοσμημένη με μοτίβα από χαλκό και ασήμι (18ος αι.) (Μουσείο Μπεζαλέλ, Ιερουσαλήμ).
Το φθινόπωρο του 1996, ο Αμερικανός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον προσπάθησε να διασώσει την ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή προσκαλώντας στις ΗΠΑ για συζητήσεις τον Παλαιστίνιο ηγέτη Γιάσερ Αραφάτ και τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Βενιαμίν Νετανιάχου (φωτ. ΑΠΕ).
Ο Αριέλ Σαρόν εξελέγη πρωθυπουργός του Ισραήλ τον Φεβρουάριο του 2001 (φωτ. ΑΠΕ).
Απονομή του βραβείου Νόμπελ ειρήνης τον Δεκέμβριο του 1994 στον Παλαιστίνιο ηγέτη Γιάσερ Αραφάτ, στον υπουργό Εξωτερικών Σιμόν Πέρες και στον πρωθυπουργό του Ισραήλ Γιτζάκ Ράμπιν (φωτ. ΑΠΕ).
Ο Σιμόν Πέρες ανέλαβε πρωθυπουργός μετά τη δολοφονία του Γιτζάκ Ράμπιν (φωτ. ΑΠΕ).
Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ, ανάμεσα στον προέδρου της Αιγύπτου Σαντάτ και τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μεναχέμ Μπεγκίν, κατά τη διάρκεια της υπογραφής της ιστορικής συμφωνίας ανάμεσα στα δύο κράτη (φωτ. ΑΠΕ).
Η πρωθυπουργός του Ισραήλ, κατά την περίοδο 1969-74, Γκόλντα Μέιρ (φωτ. ΑΠΕ).
Στιγμιότυπο από την κατάληψη των υψωμάτων του Γκολάν από τους Ισραηλινούς, το 1967 (φωτ. ΑΠΕ).
Ιστορική φωτογραφία του 1948, όταν ο Δαβίδ Μπεν Γκουριόν ανακήρυξε την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ (φωτ. ΑΠΕ).
Η εβραϊκή επτάφωτη λυχνία, σύμβολο, κατά τον Ζαχαρία, των «Επτά οφθαλμών του Κυρίου».
Το φρούριο των Σταυροφόρων στην Καισάρεια.
Ο Ιού, βασιλιάς του Ισραήλ, προσκυνά σε ένδειξη υποταγής τον Ασσύριο βασιλιά Σαλμανασάρ Β’ (12ος αι. π.Χ.)? λεπτομέρεια από οβελίσκο (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο).
Εβραίοι δούλοι στην Αίγυπτο, δείγμα ταφικής ζωγραφικής του 1900 π.Χ. (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο).
Χαρτονόμισμα των 200 σέκελ (σεκαλίμ) του Ισραήλ, που εκδόθηκε το 1998.
Τα λιμάνια του Ισραήλ, εξοπλισμένα με όλα τα αναγκαία μέσα, εξυπηρετούν το εμπόριο και κυρίως την εξαγωγή εσπεριδοειδών.
Κυκλική διακλάδωση μοντέρνου αυτοκινητοδρόμου στο Ισραήλ.
Ένα τμήμα του κιμπούτς της Ντεγκάνια, στις όχθες της λίμνης Τιβεριάδας, κοντά στις εκβολές του Ιορδάνη.
Το Τελ Αβίβ είναι μια σύγχρονη, δυτικού χαρακτήρα πόλη (φωτ. ΑΠΕ).
Ιδιότυπη μορφή αγροτικών οικισμών στο Ισραήλ είναι τα κιμπούτς, συνεταιριστικά χωριά, στα οποία τα αγαθά αποτελούν κοινή ιδιοκτησία. Στη φωτογραφία, άποψη του κιμπούτς Τσεφάτ, στη Γαλιλαία.
Ευρεία άποψη της Ιερουσαλήμ, όπου είναι φανερός, στην κτιριακή δομή, ο διαχωρισμός ανάμεσα στις παλιές συνοικίες (σε πρώτο πλάνο) και στις σύγχρονες δυτικού τύπου (στο βάθος).
Από φυλετικής άποψης, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν οι Έβραίοι? στη φωτογραφία, νεαρή Ισραηλίτισσα (φωτ. ΑΠΕ)
Χαρακτηριστικοί τύποι του αγροτικού πληθυσμού του Ισραήλ.
Το Ισραήλ διαθέτει πανίσχυρες ένοπλες δυνάμεις·στη φωτογραφία, Ισραηλινός στρατιώτης μπροστά σε συστοιχία πυραύλων «Πάτριοτ» (φωτ. ΑΠΕ).
Συνεδρίαση της ισραηλινής βουλής (Κνεσέτ).
Ένας ρωμαιοκαθολικός ναός (αριστερά) και ένας ορθόδοξος (δεξιά) στην ιστορική πόλη Κανά.
Το 80% του πληθυσμού του Ισραήλ αποτελείται από Εβραίους·στη φωτογραφία, ορθόδοξοι Εβραίοι (φωτ. ΑΠΕ).
Δορυφορική φωτογραφία της περιοχής γύρω από την πόλη Χάιφα του Ισραήλ (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ
Έκταση: 20.770 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 6.029.529 (2002)
Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997)
*Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως να αναγνωριστεί από τον ΟΗΕ.
Η έρημος Νεγκέβ στο Ισραήλ.
Αιχμάλωτοι από τον Αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1973, τον αποκαλούμενο πόλεμο του «Γιομ Κιπούρ» (φωτ. ΑΠΕ).
II
Όνομα του πατριάρχη Ιακώβ, γιου του Ισαάκ και της Ρεβέκκας, που στα εβραϊκά σημαίνει ισχυρός, δυνατός. Στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, Γένεσις, αναφέρεται ότι το όνομα Ι. δόθηκε ως ευλογία από μυστηριώδες θεϊκό ov, με το οποίο ο Ι. πάλεψε γενναία μια ολόκληρη νύχτα στην πορεία του από τη Χαράν στη Χαναάν. Ορισμένοι ερευνητές ερμηνεύουν το γεγονός ως μια μυστικιστική εμπειρία που έζησε ο πατριάρχης και την αλλαγή του ονόματός του ως ένδειξη της μεταμόρφωσης που προκάλεσε αυτή η εμπειρία στην προσωπικότητά του. Από τον Ι. πήραν την ονομασία τους και οι απόγονοί του, οι Ισραηλίτες.
III
Ονομασία των φυλών που αποτελούν τον εβραϊκό λαό και λατρεύουν τον Γιαχβέ. Μετά τη διαίρεση του εβραϊκού βασιλείου (931-722 π.Χ.) σε δύο βασίλεια, το ένα ονομάστηκε Ι. και το άλλο βασίλειο του Ιούδα. Το Ι. συγκροτήθηκε από τις φυλές που κατοικούσαν στη βόρεια Παλαιστίνη. Αρχικά δεν είχε μόνιμη πρωτεύουσα, αργότερα όμως ορίστηκε έδρα του η Σαμάρεια, την οποία ίδρυσε ο Ζαμβρί ή Ομρί (876-869 π.Χ.).
Το βασίλειο του Ι., που οικονομικά και πολιτιστικά πλεονεκτούσε σε σύγκριση με εκείνο του Ιούδα, οδήγησε τους σιωνιστές στην απόφαση να ονομάσουν Ι. το κράτος που φιλοδοξούσαν να ιδρύσουν στην Παλαιστίνη (Μάιος 1948).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ισραήλ — ο (άκλ.) 1. επώνυμο που δόθηκε στον Ιακώβ. 2. περιληπτικό όνομα του εβραϊκού λαού. το (άκλ.) κράτος της Μέσης Ανατολής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • Παλαιστίνη — Η Π. βρέχεται Δ από τη Μεσόγειο και από τον κόλπο της Άκαμπα (Ερυθρά θάλασσα) στα Ν, και συνορεύει με τον Λίβανο στα Β, τις τεράστιες ερημικές ή ημιερημικές εκτάσεις της Συρίας στα Α, το Σινά στα ΝΔ. Μορφολογικά μπορεί να διαιρεθεί σε 3 λωρίδες,… …   Dictionary of Greek

  • Σαντάντ, Άνουαρ — Αιγύπτιος στρατιωτικός και πολιτικός (1918 1982). Απόφοιτος της Σχολής Πολέμου του Καΐρου, υπηρέτησε στο στρατό ως αξιωματικός. Στα χρόνια του Φαρούκ, πήρε μέρος στην αντίσταση εναντίον των Άγγλων, δραστηριότητα για την οποία και φυλακίστηκε.… …   Dictionary of Greek

  • Ιεροβοάμ — Όνομα δύο βασιλιάδων του Ισραήλ. 1. Ι. Α’ (; – 910 π.Χ.). Ιδρυτής και πρώτος βασιλιάς του κράτους του Ισραήλ (930 910 π.Χ.) μετά τον θάνατο του Σολομώντα. Καταγόταν από τη φυλή του Εφραίμ. Ο Ι. υπηρετούσε στον στρατό του Σολομώντα ως ανώτερος… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”